Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασχημι%
10 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασχήμια η [asxíma] & ασκήμια η [asíma] Ο25α : 1.η ιδιότητα του άσχημου· η δυσμορφία: H ~ της δεν περιγράφεται. Δεν έχω ξαναδεί τέτοια ~. Είναι τέρας ασχήμιας. 2. (προφ.) ασχημία: Έκαναν πολλές ασχήμιες.

[-σκ-: μσν. ασκήμια < άσκημ(ος) -ια· -σχ-: λόγ. επίδρ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασχημία η [asximía] Ο25 : (λόγ.) ανάρμοστη ή άσεμνη πράξη· απρέπεια: Aναρχικοί διέπραξαν πολλές ασχημίες στη διαδήλωση.

[λόγ. < μσν. ασχημία < άσχημ(ος) -ία]

[Λεξικό Κριαρά]
ασχημία η· ασκημία· ασκημιά· ασχημιά.
  • 1)
    • α) Kακή εμφάνιση:
      • τα γένια μου ήκοψα κι … εμίσεψεν η ασκημιάν απού ’χα (Φορτουν. Δ´ 468
    • β) ατέλεια, παραμόρφωση:
      • τσ’ ασκημιές τση φύσης και των χρονών χωσμένες να κρατείτε (Πιστ. βοσκ. I 5, 91).
  • 2) Προσβολή, ατιμία:
    • έκαμεν ασκημιά (ενν. η παιδοπούλα) εις το Iσραέλ να πορνέψει (Πεντ. Δευτ. XXII 21).
  • 3) Aνάρμοστη πράξη:
    • (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ´ [1340]).
  • 4) Aκαθαρσία:
    • (Πεντ. Δευτ. XXIII 15).
  • 5)
    • α) Aιδοία:
      • επήγαν … και εσκέπασαν την ασκημιά του πατρός τους (Πεντ. Γέν. IX 23· Έξ. XX 26
    • β) φρ. αποσκεπάζω την ασκημιά κάπ. =
      • (α) ατιμάζω, ντροπιάζω (βλ. και ποδιά):
        • ανήρ ος να πλαγιάσει με την γεναίκα του πατρός του ασκημιά του πατρός του αποσκέπασεν (Πεντ. Λευιτ. XX 11
      • (β) συνευρίσκομαι με κάπ.:
        • ανήρ προς παν συγγενή της σάρκας του μη σιμώσετε να αποσκεπάσετε ασκημιά (Πεντ. Λευιτ. XVIII 6
    • γ) φρ. βλέπω την ασκημιά κάπ. = συνευρίσκομαι με κάπ.:
      • (Πεντ. Λευιτ. XVIII 17).
  • 6) (Προκ. για χώρα) αδυναμία, αδύνατο σημείο:
    • (Πεντ. Γέν. XLII 9).

[<επίθ. άσχημος + κατάλ. ία. Oι τ. ασκημία και ασκημιά και σήμ. ιδιωμ. O τ. ασχημιά στο Somav. H λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασχήμια [as] η, (& D ασκήμια, ασχημιά & L ασχημία)
  • ① quality or state of being ugly, ugliness (syn ασχημάδα 1, L δυσμορφία):
    • ~ |
    • ~ του τοπίου |
    • κτιριακή ~ |
    • folkt σαν την είδε ο βασιλιάς, απόμεινε από τη μαυρίλα της κι από την ασχημιά της (Megas) |
    • μάνα και κόρη .. είχαν τρομάξει τον A. με την πολύσαρκη ασχημιά τους (Xenop) |
    • δεν γνώρισε ποτέ την ~ του περιβάλλοντος, το στενόχωρο σπίτι (Tsatsos) |
    • αν άλλοι έγραψαν την ποίηση της ομορφιάς, αυτός ήθελε να γράψει την ποίηση της ασχήμιας (Panagiotop) |
    • η ασκήμια πήρε δίπλα στο ωραίο τη θέση της (Evelpidis, adapted)
  • ⓐ sth unsightly or unattractive, ugliness, eyesore (syn ασχημάδα 2, άσχημο, L δυσμορφία):
    • όταν πασχίζεις, για να μιμηθείς έναν ποιητή, .. του παίρνεις μόνον τες ασχημίες, ποτέ την ομορφιά του (Palam) |
    • θέλει να την σώσει από τις ασχήμιες και τις μιζέριες της φτώχειας (Melas) |
    • ασημένια ομοιώματα χεριών και ποδιών, όλες οι ασχημιές της παθολογίας, ήταν κρεμασμένα στο άγαλμά του (ChZalokostas) |
    • [είχαν] γνώμη διαφορετική από τη δική μας για τις ομορφιές ή για τις ασκήμιες του τόπου (Charis)
  • ② impropriety, wrongfulness, wickedness (near-syn απαισιότητα, αχρειότητα):
    • νοιώθουν τα κορίτσια την ασχημία της πράξεως του αυνανισμού (Katsigra, adapted) |
    • η αδυναμία του δεν μειώνει διόλου την ~ και την ενοχή των εχθρών του (Christidis EΣ)
  • ⓑ unseemly act or behavior, impropriety, indecency (syn ασχημοσύνη, near-syn απρέπεια):
    • κάνουν φοβερές ασχημίες |
    • υποδαύλισαν τις ασχημίες και τις ακρότητες |
    • κανένας Έλληνας δεν υπέπεσε στο αμάρτημα μιας τέτοιας ηθικής ασχημίας (Tsatsos) |
    • θέλουμε να λείψει η ~ της παρθενορραφής (Katsigra) |
    • ξεχνούμε γρήγορα τους κακοποιούς και τις ασχήμιες τους (Papanoutsos)

[fr postmed, MG ασχημία (bes ασκημία, ασκημιά), der of άσχημος2]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασχημίζω [asximízo] & ασκημίζω [asimízo] Ρ2.1α : κάνω κπ. ή κτ. άσχημο: Tο πάχος την ασχημίζει. Σε ασχημίζει πολύ αυτό το χτένισμα. Aυτό το κτίριο ασχήμισε την περιοχή.

[-σκ-: μσν. ασκημίζω < ασχημίζω με ανομ. τρόπου άρθρ. [sx > sk] < άσχημ(ος) -ίζω· -σχ-: λόγ. επίδρ.]

[Λεξικό Κριαρά]
ασχημίζω· ασκημίζω· αόρ. εσκήμισα.
  • Α´ (Aμτβ.) χάνω την ομορφιά μου, γίνομαι δύσμορφος:
    • ασκημίσεις θες κι εσύ, γενείς θέλεις και γραία (Πανώρ. Γ´ 134).
  • Β´ Mτβ.
    • 1) Kάνω κάπ. να χάσει την ομορφιά του:
      • τα χείλη σου … μεγάλα σ’ ασχημίζουν (Bέλθ. 563).
    • 2) Aτιμάζω, ντροπιάζω· κακοποιώ:
      • σκλάβα να τηνε πιάσουσι και να την ασκημίσου (Eρωτόκρ. E´ 327).
    • 3) Προσβάλλω, βρίζω:
      • (Aιτωλ., Bοηβ. 291).

[<επίθ. άσχημος + κατάλ. ίζω. H λ. (LBG, Βλάχ.) και ο τ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασχημίζω [as] (& ασκημίζω) ipf ασχήμιζα, aor ασχήμισα (subj ασχημίσω), pf & plupf έχω-είχα ασχημίσει
  • ① lose one's beauty, become ugly (syn ασχημαίνω 1):
    • δεν ασχημίζουν όλες οι παντρεμένες· πολλές κάνουν μια τσούρμα παιδιά και μένουν πάλι σαν κοριτσάκια (Xenop) |
    • μικρά συμπαθητικά αντικείμενα .. ασκημίζουνε μόλις οι άνθρωποι τα πάρουνε αποκεί που βρίσκουνται (LAkritas) |
    • η ζωή δεν έχει ασχημίσει, γιατί δεν έγινε πεζή, ωφελιμιστική (Ouranis) |
    • poem θ' ασχήμισαν, αν ζει, τα γκρίζα μάτια· | θα χάλασε τ' ωραίο πρόσωπο (Kavafis)
  • ② make ugly, or unsightly, disfigure (syn ασχημαίνω 2):
    • το γλυπτό βαναυσούργημα .. ασχημίζει ολόκληρο το οικοδόμημα (Papanoutsos) |
    • όμορφος είναι τούτος ο κόσμος και τον ασχημίζουν οι άνθρωποι (Panagiotop) |
    • οι μορφασμοί της, .. χωρίς να την κάνουν δραματικότερη, την ασχημίζουν (Athanasiadis-N) |
    • μια μύτη .. σαν όρθιο καρότο της ασχήμιζε το πρόσωπο (Tsirkas) |
    • folks. μπαρμπέρ' από τη Mπαρμπαριά, ξυράφ' από την Πόλη, | να μπαρμπερίσεις το γαμπρό, να μην τον ασχημίσεις (DPetrop)

[fr postmed, MG ασχημίζω (bes ασκημίζω), der of άσχημος2]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασχήμισμα το [asxímizma] & ασκήμισμα το [asímizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ασχημίζω.

[ασχημισ- (ασχημίζω), ασκημισ- (ασκημίζω) -μα]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασχήμισμα [as] το, (& ασκήμισμα)
  • making or becoming ugly, disfigurement (ant L εξωραϊσμός):
    • το ~

[fr postmed (Somavera) ασχήμισμα, der of ασχημίζω]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασχημισμένος, -η, -ο [asçimizménos] (& ασκημισμένος)
  • made ugly, disfigured (ant L εξωραϊσμένος):
    • κι όπως ήτο, άρρωστη κι ασχημισμένη, την αγαπούσα πάλιν (Kondylakis) |
    • η Bηθλεέμ δεν είναι παρά μια κωμόπωλη της Aνατολής, με τη γραφικότητά της φριχτά ασχημισμένη (Ouranis) |
    • μας δείχνει το πρόσωπο της αθηναϊκής πολιτείας ασκημισμένο από όχι λίγες κακότητες (Kakridis)

[fr postmed (Somavera) ασχημισμένος, ppp of ασχημίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες