Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασχημαίνω
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασχημαίνω [asximéno] & ασκημαίνω [asiméno] Ρ7.4α : γίνομαι άσχημος ή κάνω κτ. άσχημο: Όσο γερνάει τόσο ασχημαίνει. Πώς ασχήμυνε έτσι αυτό το κορίτσι; Ο θυμός σε ασχημαίνει πολύ.

[-σκ-: μσν. ασκημαίνω < άσκημ(ος) -αίνω· -σχ-: λόγ. επίδρ.]

[Λεξικό Κριαρά]
ασχημαίνω· ασκημαίνω.
  • Xάνω την ομορφιά μου, γίνομαι άσκημος:
    • (Συναξ. γυν. 918).

[<επίθ. άσχημος + κατάλ. αίνω. H λ. και ο τ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασχημαίνω [as] (& ασκημαίνω) ipf ασχήμαινα, aor ασχήμυνα (subj ασχημύνω), pf & plupf έχω-είχα ασχημύνει
  • ① lose one's beauty, become ugly (syn ασχημίζω 1):
    • αυτά τα χέρια .. γέρασαν σιγά σιγά, .. ασκήμυναν και πέθαναν (Myriv) |
    • η όψη του παπα-Xρύσανθου άλλαξε μεμιάς, αγρίεψε κι ασχήμυνε (Petsalis) |
    • είχε αισθητά ασχημύνει στα τρία χρόνια της φοίτησής της στη σχολή (Thrylos)
  • ② make ugly or unsightly, disfigure (syn ασχημίζω 2):
    • η δυστυχία την ασχήμαινε πιότερο απ' τη φύση (Karagatsis) |
    • ήτανε μια όμορφη ανοιξιάτικη μέρα, που τίποτα δεν μπορούσε να την ασχημύνει (Kovvatzis)

[fr postmed ασχημαίνω, der of άσχημος2]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες