Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασχημάτιστος -η -ο [asximátistos] Ε5 : που δε σχηματίστηκε, που δεν πήρε ακόμα την κανονική ή την οριστική του μορφή, που δεν είναι ακόμα σχηματισμένος· αδιαμόρφωτος: Nέο κορίτσι με ασχημάτιστο κορμί / στήθος. || Έχει πολλές αλλά ασχημάτιστες ιδέες, όχι συγκροτημένες.
[λόγ. < αρχ. ἀσχημάτιστος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασχημάτιστος, -η,-ο [as] (L)
- ① unformed, unshaped, amorphous, inchoate, formless (syn αδιαμόρφωτος 1, αδιάπλαστος 1, άμορφος 1, αφορμάριστος):
- ασχημάτιστη ανθρώπινη μάζα |
- ασχημάτιστα παιδικά σχέδια |
- ο λάρυγγάς του .. κουρελιάζει τη φωνή, τη βγάνει άναρθρη και ασχημάτιστη (Karkavitsas) |
- είχε το θράσος ν' αποτελειώσει .. τη Mαγδαληνή, που ο Mιχαήλ Άγγελος είχε αφήσει ασχημάτιστη (Kanellop) |
- απ' τη μια άκρη της [κορδέλας] είναι η ασχημάτιστη ύλη κι απ' την άλλη το έτοιμο αυτοκίνητο (Venezis) |
- το Bελιγράδι είναι συμπάθειά μου· ήδη από τα 1926, ασχημάτιστο ακόμα, το συμπαθούσα (Athanasiadis-N) |
- poem κολνούσε στον τοίχο ένα προφίλ, ασχημάτιστο ακόμη (Dimakis)
- ⓐ unformulated, shapeless, amorphous, unclear, blurry (near-syn αδιαμόρφωτος 2, ακαθόριστος 1, ασαφής 2):
- μέσα στην ψυχή του αναδευόταν κάποια δύναμη απροσδιόριστη κι ασχημάτιστη (Karagatsis) |
- μια υποψία σάλευε αχνή, ασχημάτιστη, μέσ' το μυαλό μου (Tsirkas)
- ② not fully developed, young (syn άμεστος 2, αξεστάχυαστος b, άπλερος 1):
- ασχημάτιστη παιδούλα |
- ασχημάτιστες γάμπες |
- ζητεί να επιβάλει τη δική του σφραγίδα απάνω στην ασχημάτιστη ακόμα και εύπλαστη ψυχή του νέου ανθρώπου (Papanoutsos) |
- το μωρό τυφλό, ασχημάτιστο, σπάραζε κι αναδεύονταν στα χέρια μια γριάς μαμής (Koumantareas) |
- τα σκέλη είναι κάπως κοντά σε σχέση με το εφηβικό, σχεδόν ασχημάτιστο σώμα (LMarangou)
- ⓑ young, immature, inexperienced (syn ανώριμος 1b, άπλερος 2b):
- η ασχημάτιστη γνώση της δεν μπορεί να κατανοήσει το ζωντανό αυτό θάνατο (Karagatsis) |
- την έκταση των κινδύνων δεν μπορούσε καλά καλά να συλλάβει η ασχημάτιστη φαντασία της (AAGeorgiadis-K, adapted)
- ③ unformed, unshaped, unestablished (syn ακατάρτιστος 1, ασυγκρότητος):
- ασχημάτιστο κόμμα |
- η ασχημάτιστη ελληνική κοινωνία γυρεύει το ρυθμό της (Theotokas) |
- νέες κοινωνικές δυνάμεις κινιούνται, ανεβαίνουν, ασχημάτιστες ακόμα, ασύνδετες (id.) |
- η ζωή του χωριού ήταν σχηματισμένη, οριστική, της πόλης ασχημάτιστη, μεταβατική (Sachinis)
- ⓒ not having acquired a definite form, unfixed, amorphous, fluid (syn ασχηματοποίητος):
- νοιώθω ότι αγγίζω μια γλώσσα δροσερή, ολοκαίνουργια, ασχημάτιστη, ότι την πλάθω όπως θέλω (Theotokas) |
- δοκίμασε .. ένα δύσκολο και ασχημάτιστο στον τόπο μας είδος του κριτικού λόγου, το δοκίμιο (Peranthis) |
- το πρωτόλειο .. φανερώθηκε μέσα σε μια τόσο ασχημάτιστη θεατρικά εποχή (Chatzinis)
[fr kath ασχημάτιστος ← PatrG ἀσχημάτιστος ← K, AG]
- ① unformed, unshaped, amorphous, inchoate, formless (syn αδιαμόρφωτος 1, αδιάπλαστος 1, άμορφος 1, αφορμάριστος):