Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασχημάνθρωπος ο [asximánθropos] & ασκημάνθρωπος ο [as
imánθro pos] Ο20 : άσχημος άνθρωπος. [ασχημ(ο)-, ασκημ(ο)- + άνθρωπος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασχημάνθρωπος [as] ο, (& ασκημάνθρωπος & ασκημάθρωπος)
- ugly or deformed man (syn ασχημάντρας, ασχημομούρης1, ασχημομούτρης1, άσχημος1, ant ομορφάνθρωπος, ομορφάντρας):
- του ρίχνουνε τέτοια αγάπη αυτουνού του ασκημάνθρωπου, που λες και τους κάνει μάγια (Xenop) |
- ένας καμπούρης ~ |
- τι ~
[cpd of άσχημος2 & άνθρωπος]
- ugly or deformed man (syn ασχημάντρας, ασχημομούρης1, ασχημομούτρης1, άσχημος1, ant ομορφάνθρωπος, ομορφάντρας):