Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασχέτως
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ασχέτως [as] adv (L)
  • no matter, irrespective, notwithstanding, regardless (syn in άσχετα 2):
    • στην κλασική τέχνη .. κυριαρχεί ο κανών των αναλογιών, ~ |
    • απόκτησαν ελληνικήν εθνική συνείδηση, ~ του αν αφομοιώθηκαν ή όχι φυλετικώς (Karagatsis) |
    • το ανάστημα του σώματος, .. ~ από το μέρος της μεταναστεύσεως, παρουσιάζει γενική τάση ανόδου (Poulianos) |
    • τον δεχόταν ~ αν ήταν εχθρός ή όχι (Tachtsis)

[fr kath ασχέτως ← PatrG ἀσχέτως ← K, AG, der of ἄσχετος2]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες