Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασφυξία
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασφυξία η [asfiksía] Ο25 : 1.παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από επιβράδυνση ή παύση της αναπνοής και έχει ως συνέπεια τη διακοπή της τροφοδοσίας του οργανισμού με οξυγόνο: ~ από έλλειψη αέρα / εισπνοή δηλητηριωδών αερίων. Aίτια / συμπτώματα της ασφυξίας. Θάνατος από ~. 2. (μτφ.) πολύ δυσάρεστη αίσθηση εγκλεισμού, περιορισμού ή αποτελμάτωσης.

[λόγ. < ελνστ. ἀσφυξία `σταμάτημα του σφυγμού΄ σημδ. γαλλ. asphyxie (στη νέα σημ.) < ελνστ. ἀσφυξία]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασφυξία [asfiksía] η, (L)
  • ① inability to breathe, suffocation, asphyxiation, asphyxia (near-syn in αποπνιγμός 1):
    • πέθανε (or πήγε) από ~ |
    • έπαθε, τον έπιασε ~ |
    • η κούραση της αναρρίχησης μεγάλωσε .. την ~ που αισθανόμουν (Ouranis) |
    • η βαριά θανατερή ατμόσφαιρα του πλοίου .. του φέρνει ~ (Melas) |
    • κρατώ την ανάσα μου ως την ~ (Terzakis) |
    • ο κόσμος θα πλημμύριζε την αίθουσά του μέχρι ασφυξίας (Vrachimis)
  • ⓐ med absence of a pulse (syn ασφυγμία):
    • με την αποπληξία μοιάζει η ~
  • ② fig inability to act or develop freely due to restrictions or suppression, stifling:
    • μνημονική, πνευματική ~ |
    • αισθάνεται ~, αν συμβεί να μην προκαλέσει καμιά φορά την κοινή προσοχή (Panagiotop) |
    • κλεισμένη μέσα στις Άλπεις, αισθάνθηκα συχνά την αφόρητη ~ της φυλακής (Thrylos) |
    • για την Eλλάδα υπάρχει η απειλή της ασφυξίας από τον εναγκαλισμό ενός ισχυρότατου και ακμαίου συνεταίρου (IPesmazoglou)

[fr kath ασφυξία ← MG 'the cutting off of the pulse' (Caelius Aur., 5th c. AD) ← K ἀσφυξία 'stopping of the pulse' (Aretaeus, 2nd c. AD); cf σφύξις 'pulsation' (Aristotle)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες