Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασφυκτιώ
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασφυκτιώ [asfiktió] Ρ10.1α (μόνο στο ενεστ. θ.) : παθαίνω ή αισθάνομαι ότι παθαίνω ασφυξία· δυσκολεύομαι να αναπνεύσω, συνήθ. σε μεταφορική χρήση για τη δυσάρεστη αίσθηση εγκλεισμού, περιορισμού ή αποτελμάτωσης: Tο περιβάλλον της δουλειάς με κάνει να ~.

[λόγ. ασφυ κτ(ικός) -ιώ αναλ. προς τα αρχ. ἀγωνιῶ, ἰλιγγιῶ `παθαίνω ίλιγγο΄ (σφαλερή δημιουργία αντί ασφυξιώ)]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασφυκτιώ [asfiktiό] (L) (& D ασφυχτιώ), ασφυκτιά, ipf ασφυκτιούσα
  • ① be unable to breathe, suffocate, choke, stifle (syn αποπνίγομαι, πλαντάζω, πνίγομαι, σκάζω):
    • ασφυκτιά από τη ζέστη, τον καπνό |
    • ~ στο στενόχωρο δωμάτιο |
    • πέρασα μια νύχτα αγωνίας, ασφυκτιώντας από την εντομοκτόνο σκόνη (Ouranis) |
    • προσπαθεί να ξεράσει το νερό απ' το λάρυγγά του κι ασφυκτιά και βουλιάζει (Athanasiadis-N) |
    • ξαφνικά η αναπνοή του γινόντανε γρήγορη, ασφυκτιούσε (Chakkas)
  • ② fig suffer fr restrictions or suppression, be confined, suffocate, burst (syn πλαντάζω, πνίγομαι, σκάζω):
    • ασφυκτιά η σκέψη, η χώρα |
    • πλήθος δραστηριοτήτων ασφυκτιούν στο κέντρο και το εγκαταλείπουν |
    • το διήγημά μας ασφυκτιούσε μέσα στα .. καλούπια του χωριού και της στάνης (Melas) |
    • φαίνεται να ασφυκτιά η πόλη μέσα στον παλιό της περίβολο (DLazaridis) |
    • ασφυκτιά από τη δυσκινησία της κρατικής μηχανής (PSolomos) |
    • ένα κορίτσι όμορφο .. φαινόταν πως ασφυχτιούσε στη μονοτονία της εξοχής (Kokkinos) |
    • poem .. στες τσέπες ασφυκτιούσαν τα νομίσματα (ASchinas)
  • ⓐ be exceedingly full or crammed, be choked, burst:
    • ο δρόμος ασφυκτιά από την πλησμονή των πεζών .. και των τροχοφόρων (Papatsonis) |
    • οι ζωτικές συγκοινωνίες ασφυχτιούσαν από αναποφάσιστους και φορτικούς ανθρώπους (Tsirkas)

[fr kath (neol: Koumanoudis) ασφυκτιώ (-άω); cf LK ἀσφυκτιῶ (-έω) 'be without pulsation']

[Λεξικό Γεωργακά]
ασφυκτιών, -ώσα [asfiktiόn] (L)
  • suffering fr restrictions or suppression, being stifled:
    • υπάρχει κι ένα παράθυρο, απ' όπου ξεθυμαίνει η ασφυκτιώσα απραξία, η ανεργία, η αμηχανία (Psathas)

[fr kath ασφυκτιών, prp of ασφυκτιώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες