Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασφυκτικός -ή -ό [asfiktikós] & ασφυχτικός -ή -ό [asfixtikós] Ε1 : 1.που δημιουργεί ένα αίσθημα ασφυξίας, που εμποδίζει, που δυσκολεύει την αναπνοή, συνήθ. λόγω μεγάλου συνωστισμού: Aσφυκτική ατμόσφαιρα. || Aσφυκτική ζέστη. 2. (μτφ.) που δημιουργεί την αίσθηση του αδιέξοδου, που είναι πολύ δυσάρεστος: Aσφυκτικό περιβάλλον.
ασφυκτικά & ασφυχτικά ΕΠIΡΡ: Aίθουσα ~ γεμάτη. Tο θέατρο ήταν ~ γεμάτο. [λόγ. ασφυκ- (ασφυξία) -τικός· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασφυκτικός, -ή, -ό [asfiktikós] (L) (& D ασφυχτικός)
- ① causing asphyxiation, asphyxiating, stifling, choking (syn in αποπνικτικός 1):
- ~ |
- ~ κορσές |
- ασφυκτική αγωνία, δυσφορία, μυρωδιά, σκόνη |
- ασφυκτικό πλήθος |
- ασφυκτικό αέριο asphyxiating gas, poison gas (syn ασφυξιογόνο) |
- ασφυκτική προσέλευση στους κινηματογράφους |
- η ατμόσφαιρα .. είναι σχεδόν ασφυκτική από τη ζεστή υγρασία (Ouranis) |
- το στενό και πληχτικό γραφείο .. το 'καναν ακόμα πιο ασφυκτικό τα πολλά βιβλία (Melas)
- ⓐ (being) suffocated, suffocating:
- φίδι επίβουλο, που ετύλιξε το σώμα και περισφίγγει, για να το παραδώσει ασφυχτικό στο θάνατο (Karkavitsas) |
- η ποίηση των συγχρόνων ευρωπαϊκών λαών [στον τόμο] έρχεται κατόπιν σαν στριμωγμένη και ασφυκτική (Melas)
- ② fig suffocating, stifling, suppressive, repressive (syn αποπνικτικός 2):
- ~ |
- ασφυκτική ασάφεια, κακομοιριά, σιωπή |
- ασφυκτικά όρια, πλαίσια |
- ~ κοινωνικός ορίζοντας |
- το ασφυκτικό βάρος της παράδοσης |
- θα ασκηθεί ασφυκτική διπλωματική πίεση στη χώρα |
- να ελευθερώσουμε το θέατρό μας .. από τις ασφυχτικές συμβάσεις (Terzakis) |
- η οικονομία στέναζε από τους ασφυκτικούς πιστωτικούς περιορισμούς (PSolomos) |
- δοκίμασε να ελέγξει τα λογοτεχνικά πρόσωπα .. με τα ασφτυκτικά μέτρα της πρακτικής ζωής (Maronitis) |
- όσο σιμότερα στον άλλον άνθρωπο ζει ο καθένας, .. τόσο ασφυκτικότερη νοιώθει τη μοναξιά του (Panagiotop)
[fr kath (neol: Koumanoudis) ασφυκτικός, der of K (Anth. Pal.+) ἄσφυκτος]
- ① causing asphyxiation, asphyxiating, stifling, choking (syn in αποπνικτικός 1):