Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασφυκτικά [asfiktiká] adv (L) (& D ασφυχτικά)
- in a suffocating manner, suffocatingly, stiflingly (syn in αποπνικτικά):
- αγκαλιάζουν, πιέζουν, συνωστίζονται ~ |
- ~ στενοί δρόμοι |
- ~ γεμάτο θέατρο |
- ~ περιορισμένη κυκλοφορία |
- μέσα στις ~ πληθωρικές μεγαλοπόλεις έγινε πάλι μεγάλη η μοναξιά (Papanoutsos) |
- ένας κόσμος απίστευτος .. πλημμύρισε ~ την πλατεία (Melas) |
- λιποθυμίας συμπτώματα εβάραιναν ασφυχτικά τα ναρκωμένα μέλη της (Karkavitsas) |
- η πίκρα έγινε πέτρα αράγιστη και καταπλάκωσε ~ την καρδιά του (Foteinos)
[der of ασφυκτικός]
- in a suffocating manner, suffocatingly, stiflingly (syn in αποπνικτικά):