Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ασφράγιστος, επίθ.
-
- (Eκκλ.) που δεν χρίσθηκε με μύρο (κατά το βάπτισμα):
- αν δεν μυρωθούν δεν είναι τέλειοι χριστιανοί ως ασφράγιστοι (Bακτ. αρχιερ. 168).
[μτγν. επίθ. ασφράγιστος. H λ. και σήμ.]
- (Eκκλ.) που δεν χρίσθηκε με μύρο (κατά το βάπτισμα):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασφράγιστος -η -ο [asfrájistos] Ε5 : που δεν τον έχουν σφραγίσει, που δεν είναι σφραγισμένος. 1. που δεν του έβαλαν σφραγίδα με σκοπό την εξασφάλιση της γνησιότητας ή της κυριότητάς του: Aσφράγιστο έγγραφο / γραμματόσημο / βιβλιάριο. 2α. που δεν τον έκλεισαν ασφαλίζοντας το κλείσιμο με ειδική σφραγίδα: Aσφράγιστο δέμα. Aσφράγιστη πόρτα. β. που δεν τον έκλεισαν ερμητικά: Aσφράγιστο μπουκάλι. || Aσφράγιστο δόντι, που δεν έχει σφράγισμα.
[λόγ.: 1: ελνστ. ἀσφράγιστος· 2: κατά τις άλλες σημ. του σφραγίζω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασφράγιστος, -η, -ο [asfráyistos]
- ① not stamped w. a seal, unsealed, unstamped (syn αβούλωτος 1, ant σφραγισμένος):
- ασφράγιστο έγγραφο, πιστοποιητικό |
- ασφράγιστο γραμματόσημο uncancelled (postage) stamp |
- τη λειτουργία νομισματοκοπείου .. αποδείχνουν δύο συνεχόμενα ασφράγιστα πέταλα νομίσματος (Dakaris)
- ② not sealed or closed, unsealed, open (syn αβούλωτος 2, ant σφραγισμένος):
- ~ |
- ασφράγιστο δέμα, κουτί, μπουκάλι
- ⓐ not plugged or filled up, unfilled (syn αβούλωτος 2c, ant σφραγισμένος):
- ασφράγιστο δόντι |
- poem άφησαν τις ρωγμές ασφράγιστες | και σα μας βρήκε το νερό, | πότισε ο τοίχος και ραγίστηκε (LTheodorakop)
[fr MG ασφράγιστος ← PatrG, K (also pap) ἀσφράγιστος, cpd w. K σφραγιστός (: σφραγίζω)]
- ① not stamped w. a seal, unsealed, unstamped (syn αβούλωτος 1, ant σφραγισμένος):