Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασφαλτώνω [asfaltóno] -ομαι Ρ1 : ασφαλτοστρώνω: Aσφαλτωμένος δρόμος.
[λόγ. < ελνστ. ἀσφαλ τ(ῶ) `πασαλείβω με πίσσα΄ -ώνω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασφαλτώνω [asfaltόno] pass aor 3sg ασφαλτώθηκε, (L)
- pave w. asphalt, to asphalt (syn ασφαλτοστρώνω):
- πίσω μας αφήνομε σύννεφα σκόνης, που είναι πληγή των ρωμαίικων δρόμων, όσων δεν ασφαλτώθηκαν ακόμη (ChZalokostas)
[fr kath ασφαλτώ ← MG ασφαλτώ ← PatrG, K (LXX) ἀσφαλτῶ (-όω), der of ἄσφαλτος1]
- pave w. asphalt, to asphalt (syn ασφαλτοστρώνω):