Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασφαλτόστρωμα το [asfaltóstroma] Ο49 : μείγμα από άσφαλτο και άλλα υλικά που χρησιμοποιείται στην ασφαλτόστρωση: Εργοστάσιο παρασκευής ασφαλτοστρώματος. || (επέκτ.) το επίστρωμα από άσφαλτο· η ασφαλτόστρωση: Tο ~ έχει συνήθως πάχος δεκαπέντε χιλιοστά.
[λόγ. η άσφαλτ(ος) -ο- + στρώμα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασφαλτόστρωμα [asfaltóstroma] το, (L)
- asphalted pavement, asphalt, tarmac (syn in άσφαλτος1 2)
[fr kath (neol) ασφαλτόστρωμα, cpd w. στρώμα]