Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασφαλτοστρώνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασφαλτοστρώνω [asfaltostróno] -ομαι Ρ1 : επιστρώνω έναν δρόμο, μια πλατεία κτλ. με άσφαλτο: Zητούν από το δήμο να ασφαλτοστρώσει τους δρόμους της συνοικίας. Aσφαλτοστρωμένος δρόμος.

[λόγ. η άσφαλτ(ος) -ο- + στρώνω]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασφαλτοστρώνω [asfaltostrόno] pass 3sg ασφαλτοστρώνεται, aor subj ασφαλτοστρωθεί, (L)
  • pave w. asphalt, asphalt (syn ασφαλτώνω):
    • ο δήμος ασφαλτοστρώνει την πλατεία |
    • αν καμιά φορά ασφαλτοστρωθούν τα εβδομήντα χιλιόμετρα που υπολείπονται, .. θα είναι η μαγευτικότερη διαδρομή της χώρας (Palaiologos)

[fr kath (neol) ασφαλτοστρώνω, cpd w. στρώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες