Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασφαλτοστρωμένος, -η, -ο [asfaltostroménos] (L)
- paved w. asphalt, asphalted (syn ασφαλτόστρωτος, ασφαλτωμένος):
- ~ |
- ασφαλτοστρωμένη λεωφόρος, πλατεία |
- στο ανεμοδαρμένο βόρειο αυτό τμήμα της Nάξου δεν υπάρχει ασφαλτοστρωμένη δημοσιά (Floros)
[ppp of ασφαλτοστρώνω]
- paved w. asphalt, asphalted (syn ασφαλτόστρωτος, ασφαλτωμένος):