Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασφαλτικός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασφαλτικός -ή -ό [asfaltikós] Ε1 : που αναφέρεται στην άσφαλτο, που αποτελείται από άσφαλτο: ~ τάπητας. Aσφαλτικά οδοστρώματα.

[λόγ. άσφαλτ(ος) -ικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασφαλτικός, -ή, -ό [asfaltikós] (L)
  • of or containing asphalt, asphaltic, bituminous (syn ασφάλτινος, ασφαλτούχος, ασφαλτώδης):
    • ασφαλτική επίστρωση asphalt paving (syn ασφαλτόστρωση) |
    • ασφαλτική μαστίχη asphalt mastic |
    • ~ τάπης asphalt macadam, asphalt, tarmac (syn άσφαλτος1 2, ασφαλτόστρωμα, ασφαλτοτάπητας) |
    • εργοστάσιο επεξεργασίας ασφαλτικών υλικών |
    • ο ~ τάπης καλύπτει λιγότερο από το μισό της διαδρομής (Varelas)

[fr kath (neol) ασφαλτικός, der of άσφαλτος1]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες