Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ασφαλιστικός, επίθ.· σφαλιστικός.
-
- Kλειστός, περιορισμένος:
- Λαξίδια μου σφαλιστικά (Kυπρ. ερωτ. 1121).
[<αόρ. του (α)σφαλίζω + κατάλ. ‑τικός. Άσχ. το παλαιότ. επίθ. ασφαλιστικός (10. αι., LBG)]
- Kλειστός, περιορισμένος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασφαλιστικός -ή -ό [asfalistikós] Ε1 : 1.που ανήκει ή που αναφέρεται στην ασφάλιση, που έχει σχέση με την ασφάλιση: Aσφαλιστική εταιρεία. ~ πράκτορας. Aσφαλιστικό συμβόλαιο / δίκαιο. Aσφαλιστικό ταμείο. ~ οργανισμός. Aναμόρφωση του ασφαλιστικού συστήματος. 2. που παρέχει ασφάλεια, προστασία από πιθανή βλάβη: Aσφαλιστική δικλίδα*. Aσφαλιστική βαλβίδα. || (νομ.): Aσφαλιστικά μέτρα, που διατάσσονται από δικαστήριο για να αποτραπεί κίνδυνος που θίγει ιδιωτικό δικαίωμα ή για να ρυθμιστεί μια έννομη κατάσταση.
[λόγ. ασφαλισ- (ασφαλίζω) -τικός μτφρδ. αγγλ. insurance-, safety- & γαλλ. de sureté (διαφ. το μσν. ασφαλιστικός `έγκυρος (για συμβόλαιο)΄)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασφαλιστικός, -ή, -ό [asfalistikós] (L)
- ① of or pertaining to safety:
- ασφαλιστική βαλβίδα (or δικλείδα) safety valve (syn βαλβίδα ασφαλείας) |
- ασφαλιστική περόνη safety pin |
- το μικρό ελατήριο, που είναι ανάμεσα απ' το πινιόν και το ασφαλιστικό παξιμάδι, χρησιμεύει για να διευκολύνει την επιστροφή του πινιόν (Vardakos)
- ② of or pertaining to insurance (syn ασφαλιστήριος):
- ~ |
- ασφαλιστική επιχείρηση, κάλυψη, νομοθεσία, σύμβαση |
- ασφαλιστικό δίκαιο, πρόβλημα, σωματείο |
- ασφαλιστική επιστήμη actuarial science |
- ασφαλιστική εταιρία insurance company (syn ασφάλεια 3b) |
- ασφαλιστικό ταμείο medical insurance and pension fund |
- οι οικοδόμοι διεκδικούν ασφαλιστικά αιτήματα |
- ο μόνιμος γάμος .. είναι ασφαλιστικό συμβόλαιο εναντίον του έρωτα (Evelpidis) |
- αυτόματες ασφαλιστικές συσκευές, όπου .. ρίχνεις λίγα δολάρια και πετιέται μπροστά σου ένα συμβόλαιο έτοιμο (Karantonis) |
- μεταφέραμε απέξω τις ασφαλίσεις χωρίς να μεταφέρουμε και την ασφαλιστική αγωγή (Palaiologos)
[fr kath (neol: Koumanoudis) ασφαλιστικός, der of ασφαλιστής; cf MG σφαλιστικός (Kriaras' Lex s.v. ασφαλιστικός)]
- ① of or pertaining to safety: