Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασφαλιστής ο [asfalistís] Ο7 θηλ. ασφαλίστρια [asfalístria] Ο27 : αυτός που ασχολείται επαγγελματικά με ασφάλειεςIIα, και κυρίως ο ιδιοκτήτης ασφαλιστικής εταιρείας ή ο ασφαλιστικός πράκτορας: Εργάζεται ως ~. || (ως επίθ.): H ασφαλίστρια εταιρεία.
[λόγ. ασφαλισ- (ασφαλίζω) -τής μτφρδ. αγγλ. insurer· λόγ. ασφαλισ(τής) -τρια]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασφαλιστής [asfalistís] ο, (L)
- insurance agent, insurer, naut underwriter
[fr kath (neol: Koumanoudis) ασφαλιστής, der of ασφαλίζω]