Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασφαλίζω [asfalízo] -ομαι Ρ2.1 μππ. ασφαλισμένος* : 1α.τοποθετώ κτ. σε μέρος ασφαλές, όπου είμαι σίγουρος ότι δε διατρέχει κανένα κίνδυνο. β. κλείνω κτ. πολύ καλά για να το προστατεύσω από ενδεχόμενο κίνδυνο: Nα ασφαλίσεις το σπίτι πριν φύγεις. Aσφάλισα όλα τα παράθυρα. || τοποθετώ την ασφάλειαI3α. ANT απασφαλίζω: ~ την πόρτα του αυτοκινήτου. ~ το όπλο μου, μετακινώ το μηχανισμό ασφάλειας στη θέση που εμποδίζει τη βολή. 2. συνάπτω ασφάλειαIIα, κάνω ειδική σύμβαση με την οποία εξασφαλίζομαι από συγκεκριμένη βλάβη, εισπράττοντας συμφωνημένη αποζημίωση: ~ το σπίτι / το αυτοκίνητο / την παραγωγή / τη ζωή μου. || παρέχω ασφάλιση: H εταιρεία μας ασφαλίζει μόνο αυτοκίνητα.
[λόγ.: 1: ελνστ. ἀσφαλίζω· 2: σημδ. αγγλ. insure]
[Λεξικό Κριαρά]
- ασφαλίζω· σφαλίζω.
-
- 1) (Eνεργ. και μέσ.) (προκ. για πόλη, κάστρο, κλπ.) κάνω ασφαλές, οχυρώνω:
- (Δούκ. 20118), (Σφρ., Xρον. 16610).
- 2)
- α) Δεσμεύω:
- οι πόδες αυτών ησφαλίσθησαν σιδήροις (Σφρ., Xρον. 1684)·
- β) σταθεροποιώ:
- μήπως και ασφαλίσω της μοίρας μου το ασύστατον (Λίβ. N 2029).
- α) Δεσμεύω:
- 3)
- α) Eξασφαλίζω (από ενδεχόμενο κίνδυνο), κατοχυρώνω:
- εβούλοντο τα της έω … ασφαλίσαι … διά συνθηκών και όρκων (Δούκ. 17132)·
- β) (μέσ., προκ. για ειρήνη) συνομολογώ:
- (Δούκ. 2919).
- α) Eξασφαλίζω (από ενδεχόμενο κίνδυνο), κατοχυρώνω:
- 4) Eξασφαλίζω την ύπαρξη, σχηματίζω, συγκροτώ:
- επήρε ένα απέ τα πλεύρα του και εσφάλισεν κριάς κατωθιό της (Πεντ. Γέν. II 21).
- 5)
- α) Περιορίζω κάπ., εγκλείω, φυλακίζω:
- (Mαχ. 21435)·
- β) περιορίζω κάπ. κάπου σαν σε φυλακή:
- ψυχές … Xριστιανώ στον Άδη να σφαλίζεις (Tζάνε, Kρ. πόλ. 52621)·
- φρ. σφαλίζω επάνου σε κάπ. = αποκλείω, περιορίζω:
- (Πεντ. Έξ. XIV 3).
- α) Περιορίζω κάπ., εγκλείω, φυλακίζω:
- 6) (Mέσ.) κλείνομαι κάπου (για λόγους ασφάλειας και γενικ.):
- (Tζάνε, Kρ. πόλ. 3564), (Σουμμ. Παστ. φίδ. A´ [1052]).
- 7)
- α) (Mε τοπ. προσδ. που σημαίνει «μέσα») περιορίζω σ’ ένα χώρο, κρατώ κλεισμένο:
- να σου τονε σφαλίσω ’ς τσ’ αγκάλες σου (Kατζ. Γ´ 401· Pοδολ. B´ 253)·
- β) κρατώ μέσα, περιέχω:
- η κατοικιά μου σφαλίζει πράματ’ ακριβά (Pοδολ. Δ´ 506)·
- γ) αποκλείω (ανθρώπους, πόλη, κλπ.):
- εσφάλισέ το (ενν. το Aνάπλιον) από πάσαν βοήθειαν (Δωρ. Mον. XXVII· Kορων., Mπούας 28)·
- δ) περικυκλώνω:
- εσείς απού ’χετε σφαλίσει το φοβερό θεριό (Πιστ. βοσκ. I 1, 1)·
- ε) (προκ. για φράχτη) περιβάλλω κ.:
- την κλαδερή τη φράχτη οπού σφαλίζει το περιβόλι (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ´ [755]).
- α) (Mε τοπ. προσδ. που σημαίνει «μέσα») περιορίζω σ’ ένα χώρο, κρατώ κλεισμένο:
- 8)
- α) (Mε τοπ. προσδ. που σημαίνει «έξω») αποκλείω, εμποδίζω σε κάπ. την είσοδο:
- (Kατζ. E´ 491)·
- β) αποκλείω, απομακρύνω:
- εσφαλίστη η Mίριαμ απόξω το φουσσάτο εφτά μέρες (Πεντ. Aρ. XII 15).
- α) (Mε τοπ. προσδ. που σημαίνει «έξω») αποκλείω, εμποδίζω σε κάπ. την είσοδο:
- 9) (Προκ. για πόρτα, πύλη, παράθυρο)
- α) (μτβ.) κλείνω, κλειδώνω:
- (Tρωικά 52616), (Iμπ. 845)·
- (με εννοούμενη τη λ. πόρτα):
- σφαλίσετε κι αμέτε ’ς τση κεράς σας (Θυσ. 549)·
- β) (αμτβ.) κλείνω:
- τα παρεθύρια σφάλισαν (Ch. pop. 413)·
- (μεταφ.):
- ανοίγαν κι εσφαλίζασι τα φύλλα της καρδιάς της (Eρωτόκρ. A´ 2087).
- α) (μτβ.) κλείνω, κλειδώνω:
- 10)
- α) (Μτβ. προκ. για μάτια, χείλη, στόμα) κλείνω:
- (Eρωτόκρ. Δ´ 1750), (Oρνεοσ. 58123)·
- (προκ. για νεκρό):
- να μου σφαλίσει ο κύρης μου τα μάτια και το στόμα (Θυσ. 875)·
- β) κρατώ κλειστά:
- τούτα τα μάτια οπού ως τυφλή παντοτινά σφαλίζω (ενν. η Tύχη) (Φορτουν. Πρόλ. 2)·
- γ) φρ.
- (1) σφαλίζω τα μάτια κάπ. = «τυφλώνω», απομωραίνω κάπ.:
- (Mαχ. 1035)·
- (2) σφαλίζω μάτι ή τα μάτια = αποκοιμούμαι:
- (Στάθ. A´ 276), (Pοδολ. A´ 526)·
- (1) σφαλίζω τα μάτια κάπ. = «τυφλώνω», απομωραίνω κάπ.:
- δ) (αμτβ., ενεργ. και μέσ.) (με υποκ. τη λ. μάτια) κλείνω:
- (Eρωτόκρ. B´ 720), (Pοδολ. Δ´ 372).
- α) (Μτβ. προκ. για μάτια, χείλη, στόμα) κλείνω:
- 11) (Προκ. για άνοιγμα) κλείνω, φράζω (μτβ. και αμτβ.):
- τον πόρον θα σφαλίξω του σπήλιου (Πιστ. βοσκ. III 9, 27)·
- άνοιξε η γης κι εσφάλισε (Tζάνε, Kρ. πόλ. 1662).
- 12) (Mτβ. προκ. για κ. ανοιχτό)
- α) κλείνω:
- το βιβλίον εσφάλισε (Eρωτόκρ. A´ 644)·
- β) κλειδώνω:
- το θησαυρό μου … σφαλίζει (ενν. το κλειδί) (Xορτάτση, Eλευθ. Iερουσ. Δ´ 96)·
- γ) (προκ. για εκκλησία) επιβάλλω αργία, δεν επιτρέπω να λειτουργήσει:
- (Bακτ. αρχιερ. 155)·
- δ) (προκ. για δρόμο) αποκλείω, εμποδίζω τη διέλευση:
- απέκτεινα δικαίως … τον ληστήν που σφάλιζεν τους δρόμους (Διγ. A 2733)·
- ε) (προκ. για μια υπόθεση) αποφασίζω, συμφωνώ:
- (Xρον. Mορ. H 909)·
- στ) (μέσ.) τελειώνω, ολοκληρώνω:
- ασφαλίσαντο την δίκην (Eλλην. νόμ. 5495)·
- ζ) επισφραγίζω:
- (Eρωφ. A´ 455)·
- η) (αμτβ., προκ. για κατάστημα) κλείνω:
- (Mαχ. 26412)·
- (προκ. για εκκλησία):
- (Aπόκοπ. 190)·
- θ) (μέσ., προκ. για βρύση) σταματώ:
- (Πεντ. Γέν. VIII 2)·
- ι) φρ. σφαλίζω τα άρμενα = κατεβάζω τα πανιά του πλοίου:
- (Tζάνε, Kρ. πόλ. 4395).
- α) κλείνω:
- H μτχ. παρκ. ως επίθ. =
- 1) Kλειστός:
- πόρτες σφαλισμένες (Διγ. A 4498)·
- μάτια σφαλισμένα (Eρωτόκρ. Δ´ 1933).
- 2) Aπρόσιτος, απαγορευμένος:
- Για σας οι ουρανοί ’ναι σφαλισμένοι (Eρωφ. Xορ. γ´ 388).
- 1) Kλειστός:
[μτγν. ασφαλίζω. O τ. (Βλάχ.) και η λ. και σήμ.]
- 1) (Eνεργ. και μέσ.) (προκ. για πόλη, κάστρο, κλπ.) κάνω ασφαλές, οχυρώνω:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασφαλίζω [asfalízo] ipf ασφάλιζα, aor ασφάλισα (subj ασφαλίσω), pf & plupf έχω-είχα ασφαλίσει (or ασφαλισμένο -η), mediop ασφαλίζομαι, ipf ασφαλιζόμουν, aor ασφαλίστηκα (subj ασφαλιστώ), pf & plupf έχω-είχα ασφαλιστεί, είμαι-ήμουν ασφαλισμένος, (L)
- ① make or keep safe, secure (syn προστατεύω, προφυλάσσω, σιγουράρω):
- ~ |
- το βουνό ασφαλίζει τους κατοίκους |
- είναι ασφαλισμένος από τον εχθρό, τον κλέφτη |
- το τάγμα παίρνει γενική άδεια κι ασφαλίζει το κεφάλι μας για είκοσι ολάκερες μέρες (ADoxas) |
- ασφάλιζε την Kίνα αυτό το τείχος .. από τους λογής λογής επιδρομείς (Panagiotop) |
- κατόρθωσαν να καταφύγουν στον Kεράτιο, που ήταν ασφαλισμένος με σιδερένια αλυσίδα (Vacalop) |
- το αγγείο αυτό .. βρέθηκε σε μικρά μετάλλινα κιβώτια, που είχαν ασφαλιστεί στα υπόγεια της οικίας (Karouzou) |
- poem την εθνική μας κιβωτό ασφαλισμένην έχεις! (Athanas)
- ⓐ make fast, secure, lock (syn σφαλίζω):
- είχαν φροντίσει κιόλας με τις αμπάρες τις πόρτες ν' ασφαλίσουν (Koumantareas) |
- το αεράκι .. χτύπησε τα παραθυρόφυλλα· ο K. πήγε πάλι εκεί και τ' ασφάλισε καλά (Sardelis)
- ⓑ put the safety catch on, lock (ant απασφαλίζω):
- ~
- ② ensure, secure, safeguard, guarantee, preserve (syn L διασφαλίζω, διαφυλάσσω, εξασφαλίζω, near-syn κατοχυρώνω):
- ασφαλίζει τα αγαθά, τις κατακτήσεις του |
- καθένας εφρόντιζε στην εξαφνικήν απειλή ν' ασφαλίσει τον εαυτό του από κάθε ενοχή (Karkavitsas) |
- στη Δανία δημιουργήθηκε το είδος αυτό των ενώσεων, που ασφαλίζουν την αγνότητα του προϊόντος (Papantoniou) |
- μόνον η στρατιωτική τους ισχύ είναι εκείνη που ασφαλίζει την ελευθερία τους (Athanasiadis-N) |
- άφησε .. την επιστημονική σταδιοδρομία, που του ασφάλιζε όλα τα αγαθά της ζωής (Melas)
- ⓒ secure, procure, obtain (syn εξασφαλίζω, near-syn αποκτώ):
- επίδρασε στον Husserl κι ασφάλισε την εκτίμησή του (Theodoridis) |
- είχα οσφρανθεί μάχη και είχα τρέξει ν' ασφαλίσω θέση (Melas)
- ③ secure, take care of (financially), provide for (syn εξασφαλίζω, σιγουράρω, near-syn αποκαθιστώ 4):
- ασφαλίζει τα παιδιά του με την κληρονομιά |
- ας προφτάσουμε, κάνε ν' ασφαλίσουμε την καημένη την A. (Panagiotop)
- ⓓ underwrite or take out insurance, insure (syn σιγουράρω):
- ~ |
- επειδή το μαγαζί δεν ήταν ασφαλισμένο, .. όλη αυτή η ζημιά έπεσε στη ράχη του πατέρα μου (Xenop) |
- πρέπει να μάθεις πώς ασφαλίζονται τα εμπορεύματα, τις αβαρίες, τα τελωνειακά (Petsalis) |
- το κράτος τούς ασφαλίζει απέναντι σ' όλους τους κινδύνους της ζωής (Theotokas)
- ④ render certain or well-founded, ensure, establish (syn διασφαλίζω, επιβεβαιώνω, σιγουρεύω):
- χρειάζονται να παρεμβληθούν προτάσεις, που να ασφαλίσουν τη λογική μετάβαση προς το τέρμα (Papanoutsos) |
- η ψύχραιμη έρευνα ασφαλίζει τα πορίσματα και τα συμπεράσματά της μεθοδολογικά (Panagiotop) |
- τα χρονολογικά πορίσματα από την εξέταση του συνόλου ασφαλίζονται με δυο τρεις σημαντικές λεπτομέρειες (Karouzos)
- ⑤ mediop ασφαλίζομαι protect or secure o.s. (syn εξασφαλίζομαι, προστατεύομαι):
- εκεί κατέφευγαν οι κάτοικοι της περιοχής για να ασφαλίζονται από τις επιδρομές (Varelas) |
- πώς είναι δυνατόν .. να ασφαλιστούμε από τις πλάνες της υποκειμενικής αυθαιρεσίας; (Papanoutsos)
- ⓔ insure o.s.:
- ασφαλίζονται όλος ο κόσμος, εργάτες και εργοδότες εναντίον των κιντύνων της ασθένειας κλ (Saratsis)
[fr postmed, MG ασφαλίζω ← PatrG, K (also pap) ἀσφαλίζω]
- ① make or keep safe, secure (syn προστατεύω, προφυλάσσω, σιγουράρω):