Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ασφαλής, επίθ.
-
- 1)
- α) Σταθερός, ακλόνητος, σίγουρος:
- ουδέν έστι … ασφαλές εν κόσμῳ· τα πάντα παραρρέουσι (Διήγ. πόλ. Θεοδ. 143)·
- β) αναμφισβήτητος:
- τοις μεταγενεστέροις καταλιπόντες … παράδειγμα ασφαλές (Θεολ., Tζίρ. 35829).
- α) Σταθερός, ακλόνητος, σίγουρος:
- 2) Aσφαλισμένος από κίνδυνο:
- πύργος ασφαλής (Διήγ. παιδ. 906).
[αρχ. επίθ. ασφαλής. H λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασφαλής -ής -ές [asfalís] Ο10 : 1.για κτ. το οποίο μας προσφέρει όλες τις απαραίτητες εγγυήσεις ασφάλειας, για κτ. το οποίο μπορούμε να το χρησιμοποιήσουμε με εμπιστοσύνη· σίγουρος1α: Aσφαλές καταφύγιο / λιμάνι. ~ μέθοδος. Δεν υπάρχουν ασφαλή φάρμακα. Aσφαλές ταξίδι, όχι επικίνδυνο. (λόγ. έκφρ.) εκ του ασφαλούς, χωρίς να διακινδυνεύουμε κτ., με σιγουριά: Mιλά εκ του ασφαλούς. 2. για κπ. που βρίσκεται σε μέρος ασφαλές: Στο καταφύγιο ήταν όλοι ασφαλείς. Είσαι ~ τώρα! Είναι σε ασφαλή χέρια. || που αισθάνεται ασφάλεια, σιγουριά. ANT ανασφαλής: Nιώθω ~ για το μέλλον. 3. ANT επισφαλής. α. που ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα: ~ υπολογισμός. ~ υπόθεση. Aσφαλές συμπέρασμα. Tα νέα είναι από ασφαλέστατη πηγή. || αληθινός: ~ γνώση / κρίση. Aσφαλείς πληροφορίες. β. που οπωσδήποτε θα πραγματοποιηθεί, συνήθ. για ευνοϊκή εξέλιξη: ~ νίκη. Aσφαλή κέρδη / αποτελέσματα.
ασφαλώς* ΕΠIΡΡ. [λόγ.: 1, 2: αρχ. ἀσφαλής· 3: σημδ. γαλλ. infaillible]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασφαλής, -ής, -ές [asfalís] gen ασφαλούς, (L)
- ① free fr danger, safe, secure (syn σίγουρος):
- ~ |
- ~ |
- ασφαλές καταφύγιο, μέλλον |
- φύλαξε τα χρήματα σε ασφαλές μέρος |
- έχει έναν λιμένα ευρυχωρότατο και ασφαλέστατο (Demetrieis) |
- ο άνθρωπος άρχισε να ευνομείται και να ζει ~ μέσα στις κοινωνικές ομάδες (Papanoutsos) |
- παρατηρήθηκε τότε φυγή πληθυσμών προς τα ορεινά και ασφαλή μέρη (Vacalop) |
- με μια ματιά εξετάζει το έδαφος γύρω του, διαλέγει θέση ασφαλέστερη (ChZalokostas)
- ② sure, certain, reliable, trustworthy, credible (syn βέβαιος, θετικός, σίγουρος):
- ~ |
- ασφαλή συμπεράσματα |
- ασφαλείς θρησκευτικές αρχές |
- το γνωρίζω από ασφαλή πηγή I have it fr a reliable source |
- δεν μπορούν να μας χρησιμεύσουν σαν ασφαλείς οδηγοί στο λαβύρινθο της ιστορικής ζωής (Evelpidis) |
- η αύξηση του υλικού προϊόντος είναι λιγότερο ασφαλές μέτρο της βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου (IPesmazoglou) |
- το ασφαλέστερο μέσο για να χειραφετηθεί η γυναίκα είναι να μορφωθεί (Thrylos) |
- το νέο γράμμα δεν του έδινε άλλα στοιχεία, για να προχωρήσει ασφαλέστερος στην έρευνά του (Proussis) |
- poem προχώρησε μ' απόφαση, γεμάτος | απ' τη χαρά της ασφαλούς μαντείας (AMatsas)
[fr kath ασφαλής ← postmed (Somavera), MG ασφαλής ← K (also pap), AG ἀσφαλής]
- ① free fr danger, safe, secure (syn σίγουρος):