Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασφαλές
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ασφαλές [asfalés] το, (L) in phr βεβαιώνω του λόγου το ~
  • vouch for the truth of the statement:
    • ολόκληρη η ιστορία της ανθρωπότητας βρίθει από παραδείγματα, που επιβεβαιώνουν τούτου του λόγου το ~

[fr eccl usage]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες