Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασφάλιστρο το [asfálistro] Ο42 (συνήθ. πληθ.) : το χρηματικό ποσό που πληρώνει ο ασφαλιζόμενος στην ασφαλιστική εταιρεία ως αποζημίωση: Aκριβά / φτηνά ασφάλιστρα. H ασφάλιση διακόπτεται μόλις σταματήσει η πληρωμή των ασφαλίστρων.
[λόγ. ασφαλισ- (ασφαλίζω) -τρον]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασφάλιστρο [asfálistro] το, (L)
- ① safety catch, safety (syn ασφάλεια 1c):
- ~ |
- ~ της χειροβομβίδας grenade safety pin
- ② usu pl ασφάλιστρα τα, insurance premium, insurance rate:
- μονάχα τα μεγάλα και καινούργια καράβια με τις περιορισμένες δαπάνες και τα χαμηλά ασφάλιστρα μπορούν ν' αφήσουν κέρδη (Karagatsis) |
- αν [ο οφειλέτης] δεν πληρώνει τα ασφάλιστρα, ο δανειστής έχει δικαίωμα ν' απαιτήσει την άμεση πληρωμή του χρέους (Christidis AK)
[fr kath (neol: Koumanoudis) ασφάλιστρον, der of ασφαλίζω w. -τρον; cf άροτρον, λύτρον, άκεστρον, πλήκτρον, φίλτρον, ξύστρον etc]
- ① safety catch, safety (syn ασφάλεια 1c):