Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασφάλιση η [asfálisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ασφαλίζω2, η σύναψη σύμβασης με την οποία ο ένας από τους δύο συμβαλλόμενους αποζημιώνεται από τον άλλο σε περίπτωση συγκεκριμένης βλάβης: ~ του πλοίου / του εργοστασίου. H ~ είναι υποχρεωτική για τα αυτοκίνητα. || σύμβαση που συνάπτεται μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου για την εξασφάλιση του δεύτερου σε περίπτωση ανικανότητάς του για εργασία: Ίδρυμα Kοινωνικών Aσφαλίσεων (IKA). Οργανισμός Γεωργικών Aσφαλίσεων (ΟΓA).
[λόγ. < ελνστ. ἀσφάλι(σις) `εξασφάλιση΄ -ση σημδ. αγγλ. insurance, security]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασφάλιση [asfálisi] η, (L)
- ① act or result of making secure, securing:
- στην τοιχοδομία παρεμβάλλονται ξυλοδεσιές για περισσότερη ~
- ② act or result of providing (medical, unemployment etc) insurance, coverage:
- ιατρική, νοσοκομειακή ~ |
- επικουρική, υποχρεωτική ~ |
- κοινωνική ~ social security |
- εμπειρογνώμων ασφαλίσεων actuary |
- εκεί που υστερούμε πολύ .. είναι η ~ |
- εισήγαγε στη γερμανική αυτοκρατορία την ~ της ασθένειας (Louros)
[fr kath ασφάλισις ← K ἀσφάλισις, der of ἀσφαλίζω]
- ① act or result of making secure, securing: