Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασυσκεύαστος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασυσκεύαστος -η -ο [asiskévastos] Ε5 : που δεν τον έχουν συσκευάσει, που δεν είναι συσκευασμένος: Aσυσκεύαστα εμπορεύματα.

[λόγ. < αρχ. ἀσυσκεύαστος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασυσκεύαστος, -η, -ο [asiscévastos] (L)
  • not put in packets, unpacked, unpackaged (syn απακετάριστος, ant συσκευασμένος):
    • ασυσκεύαστα μηχανήματα, τρόφιμα

[fr kath ασυσκεύαστος ← AG (Xenoph.) ἀσυσκεύαστος, cpd w. *συσκευαστός (: συσκευάζω) der of which is συσκευαστ-ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες