Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασυρματιστής ο [asirmatistís] Ο7 θηλ. ασυρματίστρια [asirmatístria] Ο27 : αυτός που χειρίζεται τον ασύρματο: Ο ~ του πλοίου εκπέμπει σήμα κινδύνου.
[λόγ. ασύρματ(ος) -ιστής· λόγ. ασυρματισ(τής) -τρια]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασυρματιστής [asirmatistís] ο, ασυρματίστρια [asirmatístria] η,
- radio operator (syn phr χειριστής ασυρμάτου, syn μαρκόνης, μαρκονιστής, f μαρκόνισσα):
- ερασιτέχνης ~ |
- ο πιλότος του κι ο βοηθός του ~ .. περίμεναν το σύνθημα της αναχώρησης (Ouranis)
[fr kath (neol) ασυρματιστής, der of ασύρματος1]
- radio operator (syn phr χειριστής ασυρμάτου, syn μαρκόνης, μαρκονιστής, f μαρκόνισσα):