Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασυντόνιστος -η -ο [asindónistos] Ε5 : που δεν τον έχουν συντονίσει: Aσυντόνιστες ενέργειες / προσπάθειες. H δράση του στρατού και του στόλου ήταν ασυντόνιστη, γι΄ αυτό η επιχείρηση απέτυχε. || που δεν έχει ρυθμιστεί στις ιδιοσυχνότητες ενός συστήματος: ~ ασύρματος. Aσυντόνιστη κεραία. || (μουσ.): Aσυντόνιστο μουσικό όργανο.
ασυντόνιστα ΕΠIΡΡ. [λόγ. α- 1 συντονισ- (συντονίζω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασυντόνιστος, -η, -ο [asindόnistos] (L)
- lacking concerted or harmonious interaction, uncoordinated (ant συντονισμένος):
- ασυντόνιστη αναρχία, κίνηση, μειονότητα |
- ασυντόνιστα έργα, μέτρα |
- ασυντόνιστη οικονομική πολιτική |
- ασυντόνιστη κρατική παρέμβαση |
- σημειώθηκε μια πρόοδος στη ζωή μας τα τελευταία χρόνια, αλλά με τρόπο ασυντόνιστο και λίγο-πολύ τυχαίο (Theotokas) |
- άλλες πάλι [επιστήμες] ταλαιπωρούνται από ασυντόνιστες προσπάθειες (Louros) |
- η ιδιωτική πρωτοβουλία .. θα είναι ασυντόνιστη, επειδή θα λείπει το ομαδικό πνεύμα (PSolomos)
[fr kath (neol) ασυντόνιστος, cpd w. *συντονιστός (: συντονίζω), whose der is συντονιστ-ικός]
- lacking concerted or harmonious interaction, uncoordinated (ant συντονισμένος):