Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασυντρόφευτος -η -ο [asindrófeftos] Ε5 : που δεν έχει συνοδό ή σύντροφο.
[α- 1 συντροφεύ(ω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασυντρόφευτος1 [asindrόfeftos] ο,
- s.o. without company, solitary person (syn ο μοναχικός):
- φανταστικοί σύντροφοι συντροφεύουν τον ασυντρόφευτο κι αρχίζει σε τόνο διαλογικό το μονόλογό του (Palaiologos)
[substantiv. m of ασυντρόφευτος2]
- s.o. without company, solitary person (syn ο μοναχικός):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασυντρόφευτος2, -η, -ο [asindrόfeftos]
- companionless, unaccompanied, solitary, alone (syn ασυντρόφιαστος, μοναχικός, ant συντροφεμένος, συντροφιασμένος, συντροφιαστός):
- έμεινε, έφυγε, παρουσιάστηκε ~ |
- τον άφηνε καμιά φορά να του συντροφεύει την ασυντρόφευτη μοναξιά (Palam) |
- τον πρόσμεναν εκεί ασυντρόφευτο κι άοπλο, για να τον συγυρίσει (Melas) |
- δεν έβγαινε έξω παρά μόνο για να πάει, και τούτο σπάνια και ποτέ ασυντρόφευτη, σ' ένα συγγενικό ή φιλικό σπίτι (Panagiotop) |
- την παράτησα .. έρημη κι ασυντρόφευτη μέσ' τον εξευτελισμό της (Theotokas) |
- poem .. εκοίτα ψηλά να ιδεί | τ' ασημωμένο της ασυντρόφευτης | σελήνης φως κλ (Mavilis) |
- τ' άσπρα σπιτάκια του ένα ένα, | σκόρπια, ασυντρόφευτα κι ανάρια, | στη θάλασσα αντικρύ απλωμένα (Drosinis) |
- ένα ασυντρόφευτο της άνοιξης πουλί, | άκου, την άνοιξη έχει τραγουδήσει (LPalam)
[cpd w. *συντροφευτός (: συντροφεύω)]
- companionless, unaccompanied, solitary, alone (syn ασυντρόφιαστος, μοναχικός, ant συντροφεμένος, συντροφιασμένος, συντροφιαστός):