Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασυννέφιαστος -η -ο [asinéfxastos] Ε5 : α.που δεν είναι συννεφιασμένος: ~ ουρανός, ανέφελος, που δεν καλύπτεται από σύννεφα. ~ καιρός, αίθριος. β. (μτφ.) που είναι ήρεμος, γαλήνιος: Aσυννέφιαστη ζωή / ευτυχία. Aσυννέφιαστο πρόσωπο, που δεν είναι σκυθρωπό.
ασυννέφιαστα ΕΠIΡΡ. [α- 1 συννεφιασ- (συννεφιάζω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασυννέφιαστος, -η, -ο [asinéfjastos] (& ασυγνέφιαστος)
- ① cloudless, unclouded, clear (syn αίθριος 1, ανέφελος 1, ασύννεφος 1):
- ~ |
- ασυννέφιαστη αυγή |
- ασυννέφιαστη νύχτα (syn ξάστερη νύχτα) |
- τσουχτερό κρύο ενός ασυννέφιαστου χειμώνα |
- σβάρνισε με τη ματιά του τ' ασυννέφιαστα βουνά (Prevelakis) |
- χρυσή βροχή ασυννέφιαστου ήλιου πλάθει παραδείσους μαγευτικών αναλαμπών (Panagiotop) |
- ο ουρανός προμηνούσε μια μέρα χλιαρή κι ασυννέφιαστη (Tsirkas)
- ② fig undarkened, unsoiled, unclouded, clear (near-syn καθαρός):
- poem .. οι κύκνοι ανασαλεύουν | τα πάμφωτα, ασυννέφιαστα φτερά τους (Panagiotop) |
- ξαναγυρίζει άγρυπνη | σα μια βιολέτα σ' ασυννέφιαστο νερό (Stogiannidis)
- ⓐ not marred, untroubled, undistressed, unclouded (syn ανέφελος 2, ασύννεφος 2, near-syn αστενοχώρητος, γαλήνιος):
- ασυννέφιαστη ευτυχία, ζωή, χαρά |
- ασυννέφιαστο πρόσωπο |
- όπως κάθε ακριβοδίκαιου ανθρώπου, το μέτωπό του λάμπει καθαρό και ασυγνέφιαστο (Karkavitsas) |
- ο ασκητής ονειρεύεται τη μακαριότητα, μιαν ασυννέφιαστη αθανασία (Panagiotop) |
- η γλυκιά ανοιχτοσύνη των εφηβικών χρόνων .. στερεώνει κάποτε ασυννέφιαστες πολύτιμες φιλίες (Glezos) |
- μαζί του θα ήταν όλη η ζωή της .. μια η γιορτή, χωρίς καμιά έννοια (Thrylos) |
- poem και με την ασυννέφιαστην ουρανική γαλήνη | σμίγει το φως του απάρθενου μετώπου της κλ (Palam)
[fr postmed ασυννέφιαστος (bes ασυννεφίαστος), cpd w. *συννεφιαστός (: συννεφιάζω)]
- ① cloudless, unclouded, clear (syn αίθριος 1, ανέφελος 1, ασύννεφος 1):