Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασυνεννόητος -η -ο [asinenóitos] Ε5 : 1.που δε συνεννοήθηκε1α με κπ. άλλο, που δε συζήτησε μαζί του για να καταλήξει σε μια κοινά αποδεκτή λύση. ANT συνεννοημένος. 2. με τον οποίο δεν μπορεί κανείς να συνεννοηθεί, ο οποίος δε δείχνει διάθεση να συζητήσει λογικά και να καταλήξει σε μια συμφωνία. ANT συνεννοήσιμος.
[λόγ. α- 1 συνεννοη- (συνεννοούμαι) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασυνεννόητος, -η, -ο [asinenόitos] (L)
- ① unable to understand (one another), having deficient or faulty communication:
- ήταν κι οι δυο τους ασυνεννόητοι |
- όλοι τους μιλούσαν, φώναζαν ασυνεννόητοι, ο καθένας το δικό του (Myriv)
- ② hard to talk to or deal w.:
- είναι ~ |
- η Eλλάδα δεν εμφανίζεται διεθνώς αδιάλλακτη και ασυνεννόητη |
- επιτέλους, μπορεί κανείς να συνεννοηθεί μια φορά μ' αυτόν τον ασυνεννόητον άνθρωπο (Athanasiadis-N)
[fr kath (neol) ασυνεννόητος, cpd w. *συνεννοητός (: συνεννοούμαι)]
- ① unable to understand (one another), having deficient or faulty communication: