Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασυνεννοησία η [asinenoisía] Ο25 : η έλλειψη συνεννόησης· η κατάσταση που δημιουργείται ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα άτομα όταν υπάρχει μεγάλη διαφορά στις ιδέες, στις απόψεις ή στις αντιλήψεις τους, ώστε είναι σχεδόν αδύνατον να καταλάβει ο ένας τον άλλον.
[λόγ. α- 1 συνεννόησ(ις) -ία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασυνεννοησία [asinenoisía] η, (L)
- ① inability to understand one another, deficient or faulty communication, misunderstanding (near-syn ακατανοησία, παρεξήγηση, σύγχυση, ant συνεννόηση):
- με την ~ |
- ~ και παρεξηγήσεις δημιουργούνται συνήθως όταν διαφορετικές έννοιες διατυπώνονται με την ίδια λέξη (Papanoutsos) |
- η διαφορά .. των κανονισμών εδημιούργησε αυστηρό διαχωρισμό κι ~ των υποβρυχίων μας με το υπόλοιπο ναυτικό (Karagatsis) |
- βρίσκουμε την έτοιμη δικαιολογία πως η ~ μας οφείλεται στη βάρβαρη ερασμιακή προφορά του (Christidis AK) |
- μεγάλο μέρος από την ~ των ερευνητών .. οφείλεται σε τέτοιες δυσκολίες (Karouzos)
- ② lack of mutual understanding or rapport, misunderstanding, discord, disagreement, division (near-syn ασυμφωνία 1b, παρεξήγηση):
- η δυσπιστία του πολίτη προς το κράτος είναι πηγή ασυνεννοησίας |
- ορισμένες ασυνεννοησίες στη ζωή ενός ζευγαριού είναι ο αντίκτυπος δυσκολιών, που γεννήθηκαν στη δουλειά |
- την ηθική κρίση .. δημιουργεί ή επιδεινώνει και η ~, που μαστίζει μεγάλες κοινωνικές ομάδες (Panagiotop) |
- το βιβλίο το σφραγίζει η πικρή ειρωνεία της απομακρύνσεως, της ασυνεννοησίας με τη σύγχρονη κοινωνία (Papatsonis) |
- διακρίνεται μια ~ ανάμεσα στα πρόσωπα της ίδιας οικογένειας (Sachinis)
[fr kath (neol) ασυννενοησία, cpd of privat. pref α- & συνεννοούμαι, i.e. α-συνεννοησία bes kath (1847) συνεννόησις; cf AG ἐννόησις]
- ① inability to understand one another, deficient or faulty communication, misunderstanding (near-syn ακατανοησία, παρεξήγηση, σύγχυση, ant συνεννόηση):