Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασυνειδησία η [asiniδisía] Ο25 : η ιδιότητα του ασυνείδητου ανθρώπου, η ασυνέπεια και η αδιαφορία στην εκτέλεση επαγγελματικών, κοινωνικών ή άλλων υποχρεώσεών του. ANT ευσυνειδησία.
[λόγ. α- 1 συνείδησ(ις) -ία κατά το αντ. ευσυνειδησία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασυνειδησία [asini∂isía] η, (L)
- ① lack of awareness or consciousness, unawareness (syn ασυναισθησία):
- κατηγορεί τη δημοτική πως .. θα ρίξει το έθνος σε μια ιστορική ~
- ② lack of conscience or moral restraint, unscrupulousness, unconscionableness (ant ευσυνειδησία):
- μ' αυτόν τον τρόπο αύξαιναν την τεμπελιά, την ~ |
- η ~ δε σταματούσε στην ερωτική περιοχή και τα θύματά του δεν ήταν μόνο γυναίκες (Ouranis) |
- διηγότανε γελώντας με μιαν ~ τρομερή τα καθέκαστα της πούλησης του σκέλεθρού του (Nikolaidis)
- ⓐ unscrupulous or unconscionable act (near-syn ατιμία 2b, L κακοήθεια):
- είναι πολύ δυσκολότερο για έναν άξιο δικαστή να κάμει μια ~ |
- τις γαλιφιές του και τις ασυνειδησίες του τις κάνει για να βοηθήσει .. τους συνανθρώπους του (GIoannou)
[fr kath ασυνειδησία ← postmed (Somavera ασυνειδησία) ← MG (CGL), der of ασυνείδητος2 bes συνείδησις (LXX, Menander)]
- ① lack of awareness or consciousness, unawareness (syn ασυναισθησία):