Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασυνείδητος -η -ο
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Κριαρά]
ασυνείδητος, επίθ.
  • Tο ουδ. ως ουσ. =
    • 1) Έλλειψη συναίσθησης των πράξεων:
      • όσους εποίκε (ενν. η Tύχη) να χαρούν εκ το ασυνείδητόν της (Λόγ. παρηγ. L 10).
    • 2) Aναισθησία, σκληρότητα:
      • (Προδρ. III 174).

[μτγν. επίθ. ασυνείδητος. Tο ουδ. ως ουσ. τον 4. αι. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασυνείδητος -η -ο [asiníδitos] Ε5 : 1α.που δεν έχει ηθική συνείδηση με αποτέλεσμα την ασυνέπεια και την αδιαφορία στην εκτέλεση των καθηκόντων του. ANT ευσυνείδητος: ~ γιατρός / δάσκαλος / τεχνίτης. β. που η συμπεριφορά του χαρακτηρίζεται από ασυνειδησία: ~ οδηγός εγκατέλειψε αβοήθητα τα θύματά του. ~ εγκληματίας. 2. ασύνειδος. ANT συνειδητός: Aσυνείδητη κίνηση / αντίδραση. || (ως ουσ., ψυχ.) το ασυνείδητο, το τμήμα του ψυχικού κόσμου που διαφεύγει πλήρως από τον έλεγχο της συνείδησης: Tο ανθρώπινο εγώ χωρίζεται σε συνειδητό, υποσυνείδητο και ασυνείδητο. ασυνείδητα ΕΠIΡΡ: Φέρθηκε ~. ~ σηκώθηκε επάνω και…

[λόγ. < ελνστ. ἀσυνείδητος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασυνείδητος1 [asiní∂itos] ο, (L)
  • unscrupulous or unconscientious person:
    • χτύπησα εις τον τύπον τις ιστορίες των ασυνείδητων (Makryg) |
    • να μη σε υποσκελίζουν με τα πλάγια μέσα οι πονηροί και οι ασυνείδητοι (Papanoutsos) |
    • [o κινηματογράφος] έγινε .. ένα τρομερό όπλο στα χέρια των ασυνείδητων και των επιτήδειων (Panagiotop)

[substantiv. m of ασυνείδητος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασυνείδητος2, -η, -ο [asiní∂itos] (L)
  • lacking mind or consciousness, nonconscious, mindless (syn ασύνειδος 1, ant ενσυνείδητος):
    • η τέχνη δεν είναι μόνο σκοπός .. μα και όργανο μαζί, ασυνείδητο (Palam) |
    • δεν είναι σωστό να μεταμορφώσουμε τον άνθρωπο σε ασυνείδητη μηχανή (Panagiotop) |
    • είναι άβουλος, ~, ένα χαμένο παιδί, που δεν βρήκε το δρόμο του (Theotokas) |
    • τα πάθη δεν είχαν ακόμη ξυπνήσει· η ζωή του ήταν φυτοζωική, ασυνείδητη (Theodorakop)
  • ⓐ outside or beyond one's awareness, not consciously experienced, unconscious, unrecognized, unrealized (syn ανεπίγνωστος L, ασυναίσθητος L, ασύνειδος 2):
    • ~ |
    • ασυνείδητη αίσθηση, γνώση, ευτυχία, έχθρα |
    • ασυνείδητο δαιμόνιο |
    • ασυνείδητη ποιητική συγκίνηση |
    • μ' έσπρωξε ένα είδος ασυνείδητου σνομπισμού να δώσω αυτές τις λεπτομέρειες (KPolitis) |
    • έχουμε δικαίωμα να ονομάσουμε έμπνευση .. εκείνο που έρχεται κατά τρόπον ασυνείδητο στον ποιητή (Dimaras) |
    • ατέλειωτη πάλη μεταξύ των στοιχείων της συνείδησης και των ασυνειδήτων ροπών (Melas)
  • ⓑ not conscious or deliberate, unconscious, unwitting (syn ασύνειδος 3, ant συνειδητός):
    • ασυνείδητη αντίδραση, επίδραση, κίνηση |
    • το πρώτο ασυνείδητο βήμα προς τη δικτατορία |
    • έγινε ο ~ αίτιος του θανάτου της μητέρας του |
    • όλοι είναι συνειδητοί ή ασυνείδητοι εργάτες και συνεργάτες του [πνέματος της ιστορικής εποχής] (Kazantz) |
    • κάποιος διψασμένος σπουργίτης, ~ παραγωγός, θα 'φερε ως εδώ το σπόρο (KPolitis)
  • ① unconscionable, unconscientious, unscrupulous (ant ευσυνείδητος):
    • ασυνείδητοι ή τυφλοί αντιρρητικοί .. παρουσιάζουν το λόγο του ποιητή ελεεινά κολοβωμένο (Palam) |
    • ~, διεφθαρμένος, μεθύστακας, .. εκμεταλλεύεται τον αδελφό του (Melas) |
    • η ιστορία καταδίκασε τον Πόντιο Πιλάτο και τον εχαρακτήρισε ως ασυνείδητο δικαστή (Stasinop) |
    • τα ομηρικά έπη δείχνουν τους Φοίνικες σαν ασυνείδητους εμπόρους (Evelpidis)

[fr kath ασυνείδητος ← postmed (Somavera), MG ← PatrG, K (also pap) ἀσυνείδητος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες