Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασυνείδητα [asiní∂ita] adv (L)
- ① unconsciously, unwittingly, unknowingly, unintentionally (syn in ασύνειδα):
- πιστεύει, χαμογελάει ~ |
- αισθάνομαι πως είμαι ποιητής .. ~ διαλεγμένος, για να γίνω όργανο κάποιας πρόνοιας (Palam) |
- φέρνουν ~ μέσα τους, στα κατάβαθα της ψυχής τους, το εικόνισμα του χωριού τους (Melas) |
- συνειδητά ή ~ έχομε θέσει κάποιους σκοπούς στη ζωή μας (Papanoutsos) |
- το βαρύ αντρίκιο κορμί .. γυρίζει ~ και κολνά απάνω της (Theotokas)
- ② unscrupulously, unconscientiously, unconscionably (ant ευσυνείδητα):
- της φέρεται ~ |
- τον κεράτωνε ~ με τον πρώτον άντρα, που 'βρισκε μπροστά της (Karagatsis) |
- ~ χαραμίσαμε μια υπόθεση σπουδαιότατη (Christidis)
[der of ασυνείδητος2]
- ① unconsciously, unwittingly, unknowingly, unintentionally (syn in ασύνειδα):