Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασυναρτησία
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασυναρτησία η [asinartisía] Ο25 : η έλλειψη ή η απουσία λογικού ειρμού, λογικής σύνδεσης, σχέσης, συνέπειας ή οργάνωσης στα λόγια ή στις πράξεις κάποιου. || ασυνάρτητες σκέψεις ή λόγια: Όλο ασυναρτησίες λες. Mου αράδιασε ένα σωρό ασυναρτησίες.

[λόγ. < ελνστ. ἀσυναρτησία]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασυναρτησία [asinartisía] η, (L)
  • ① lack of cohesion or continuity, inconsistency, incoherence, inconsequence (syn ανακολουθία, ασυνάρτητο 2, ασυνοχή):
    • ~ |
    • το κοινό της πλατείας .. είχε χάσει πια κάθε υπομονή με την ~ των σκηνών και των λεγομένων (Melas) |
    • τον είχαν ακούσει να εκφράζεται με δυσπιστία για τις αντιφάσεις και τις ασυναρτησίες των ιερών βιβλίων (Lambridi)
  • ⓐ incoherence, inconsistency, disorder, mess, chaos (syn ακαταστασία 1b, αταξία):
    • γλωσσική, θεωρητική, οικογενειακή ~ |
    • χάος ασυναρτησίας και παραλογισμού |
    • λειτουργούν με απαράδεκτη ~ |
    • συγχώρησε την κάποιαν ~ του γράμματος αυτού (Palam) |
    • βλαστημούσε τους αρχηγούς του έθνους για την ~ τους και την κακοκεφαλιά τους (Theotokas, adapted) |
    • ό,τι έχει εμπρός του θα του φανεί ότι είναι τέλεια ~ (Papanoutsos) |
    • με είχε απασχολήσει και η ~ της Yγειονομικής μας Yπηρεσίας (Louros)
  • ② usu pl ασυναρτησίες οι, incoherent, disconnected or nonsensical words, gibberish (syn ανοησίες, syn phr άρες μάρες, άρρητ' αθέμιτα, άρτζι μπούρτζι):
    • ασυναρτησίες των γηρατειών |
    • ασυναρτησίες ενός τρελού |
    • γράφει, λέει ασυναρτησίες |
    • γραπτό γεμάτο ασυναρτησίες

[fr kath ασυναρτησία ← PatrG ἀσυναρτησία, der of ἀσυνάρτητος2]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες