Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασυναγώνιστος -η -ο [asinaγónistos] Ε5 : που κανείς δεν μπορεί να τον συναγωνιστεί, που είναι εκτός συναγωνισμού: Στο τρέξιμο είναι ~· κανείς δεν μπορεί να τον φτάσει. Aσυναγώνιστες τιμές, οι πιο χαμηλές.
ασυναγώνιστα ΕΠIΡΡ. [λόγ. α- 1 συναγωνισ- (συναγωνίζομαι) -τος μτφρδ. γαλλ. hors concours]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασυναγώνιστος, -η, -ο [asinaγόnistos] (L)
- ① unrivalled, incomparable, unequalled, peerless (syn in απαράμιλλος):
- ~ |
- ασυναγώνιστοι παπάδες |
- ασυναγώνιστη ιδιότητα, σοφία, ψυχή |
- ασυναγώνιστο βιβλίο, θέαμα |
- οι Eρμιονίτες προπάντων μέναν ασυναγώνιστοι σε τούτο το πολύ δύσκολο και κοπιαστικό επάγγελμα (Zappas) |
- πιστεύει ότι .. η φιλοσοφία του [Πλάτωνα] είναι ασυναγώνιστη (Tatakis) |
- ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος με την ασυναγώνιστη αγριότητά του υπήρξε μια τρομακτική δέσμευση (Panagiotop) |
- τις αντιμετωπίζει με τα δύο ασυναγώνιστα όπλα του, την καρτερία και την αγάπη (Palaiologos)
- ② matchless, invincible, unbeatable (syn ακατανίκητος 1):
- ασυναγώνιστες τιμές unbeatable prices |
- οι Iνδικές ομάδες χόκεϋ έγιναν στον διεθνή στίβο ασυναγώνιστες (Chatzinikou) |
- οι τρεις αποδείχθηκαν ασυναγώνιστοι στα αγωνίσματα που έλαβαν μέρος (id.) |
- διέθετε το όπλο του αιφνιδιασμού, το στρατηγικώς ασυναγώνιστο (Terzakis)
[fr kath (neol: Koumanoudis) ασυναγώνιστος, cpd w. *συναγωνιστός (: συναγωνίζομαι); cf der συναγωνιστι-ικός (Koumanoudis)]
- ① unrivalled, incomparable, unequalled, peerless (syn in απαράμιλλος):