Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασυναίσθητα [asinésθita] adv (L)
- unconsciously, unwittingly, unknowingly, unintentionally, automatically (syn ασυναισθήτως, ασύνειδα, ασυνείδητα 1):
- αναρωτήθηκε, γονάτισε, γύρισε, έσκυψε, μουρμούρισε, προχώρησε ~ |
- μπορεί να είχε φθονήσει ~ την παραγωγικότητά μου (Xenop) |
- ~ έκανε το σημείο του σταυρού (TAthanasiadis) |
- το πόδι του K. κρατάει ~ το ρυθμό της μουσικής (LSolomonidou) |
- παρουσιάζοντας .. τους Έλληνες ως ~ χριστιανούς, τους αποκαθιστά στα μάτια των Bυζαντινών (Tatakis)
[der of ασυναίσθητος]
- unconsciously, unwittingly, unknowingly, unintentionally, automatically (syn ασυναισθήτως, ασύνειδα, ασυνείδητα 1):