Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασυναίρετος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασυναίρετος -η -ο [asinéretos] Ε5 : (γραμμ.) που δεν έχει πάθει συναίρεση. ANT συνηρημένος: ~ γραμματικός τύπος. Aσυναίρετη συλλαβή / κατάληξη / πτώση. Aσυναίρετα ρήματα. ασυναίρετα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < μσν. ασυναίρετος < α- 1 συναιρε- (συναιρώ) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασυναίρετος, -η, -ο [asinéretos] (L) gramm
  • uncontracted (ant συναιρεμένος, συνηρημένος):
    • ~ |
    • ασυναίρετη λέξη |
    • ασυναίρετο ρήμα |
    • ασυναίρετα φωνήεντα

[fr kath ασυναίρετος ← MG (Eustathius, 12th c.) ← med (Paul. Aeg., 7th c.), cpd w. *συναιρετός (: συναιρώ)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες