Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασυνήθιστος -η -ο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
ασυνήθιστος, επίθ.
  • 1) Που δεν έχει συνηθίσει κ.· άπειρος:
    • (Γλυκά, Στ. 306).
  • 2) Που δεν είναι συνηθισμένος, πρωτοφανής:
    • ασυνήθιστον πράγμα που με συγχύζει (Σουμμ., Παστ. φίδ. E´ [1004]).

[<στερ. α‑ + συνηθίζω. H λ. τον 7. αι. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασυνήθιστος -η -ο [asiníθistos] Ε5 : που δεν είναι συνηθισμένος· που συμβαίνει, που γίνεται σπάνια. α. για κτ. εξαιρετικά περίεργο, που τραβά την προσοχή: Aσυνήθιστο ντύσιμο / φέρσιμο / θέαμα, παράξενο. Tου έκανε εντύπωση η ασυνήθιστη κοσμοσυρροή. β. ως θετική ιδιότητα, για κτ. ιδιαίτερο και ξεχωριστό: Aσυνήθιστη ομορφιά / εξυπνάδα, εξαιρετική. || (ως ουσ.) το ασυνήθιστο: H κλίση του στις ξένες γλώσσες είναι κάτι το ασυνήθιστο. γ. (για πρόσ.) που δεν είναι εξοικειωμένος με κτ.· άπειρος: Είναι ~ στη δουλειά γι΄ αυτό κουράζεται γρήγορα. Είναι ~ στο κρύο / στην κούραση / στο πιοτό. ασυνήθιστα ΕΠIΡΡ.

[α- 1 συνηθισ- (συνηθίζω) -τος (διαφ. το μσν. ασυνείθιστος `άπειρος΄)]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασυνήθιστος, -η, -ο [asiníθistos]
  • ① not customary, unusual, uncommon, extraordinary, exceptional, rare (syn ασυνήθης, ασύνηθος, near-syn εξαιρετικός, σπάνιος):
    • ~ |
    • ασυνήθιστη ασχήμια, ιστορία, προσωπικότητα, σιωπή, τάξη |
    • ασυνήθιστη αυτοθυσία, βιαιότητα, σοβαρότητα, τόλμη |
    • ασυνήθιστες ευθύνες |
    • ασυνήθιστο κέφι, μεγαλείο, ντύσιμο, όνομα, φαινόμενο |
    • ασυνήθιστα μαλλιά |
    • ασυνήθιστα υλικά |
    • ασυνήθιστα χαρακτηριστικά |
    • ~ τρόπος διδασκαλίας |
    • ασυνήθιστο πολιτικό γεγονός |
    • η αρχή υποχρεώθηκε να κυνηγήσει τους κακούργους με ασυνήθιστο ζήλο (Xenop) |
    • είχε αρχίσει μια ξαφνική κι ασυνήθιστη για την ώρα αυτή του έτους τρικυμία (Drosinis) |
    • θαμπώθηκα .. από το εντελώς ασυνήθιστο μέγεθος του φεγγαριού (Thrylos) |
    • δεν είναι ασυνήθιστο να έχετε και ένα παράπονο για μια αδικία του δασκάλου σας (Geros)
  • ⓐ unfamiliar, strange, unaccustomed (near-syn ξένος, παράξενος):
    • ασυνήθιστη έξαψη, λέξη, μουσική, σκιά, φράση |
    • ασυνήθιστα λόγια, χρώματα |
    • ήρθε σε ασυνήθιστη ώρα |
    • με παραστρατίζουνε .. προς μονοπάτια κάπως πιο ασυνήθιστα για τα πόδια μου (Palam) |
    • δεν είναι μικρό πράγμα .. να ξέρεις μια γλώσσα εντελώς ασυνήθιστη στον τόπο μας (Papatsonis) |
    • το ασυνήθιστο για τον άνθρωπο της πόλης αυτό μέσο συγκοινωνίας διασκεδάζει (Thrylos) |
    • το πουλάρι ζοριζόταν και τσίναγε με τα λουριά και τα σκοινιά τ' ασυνήθιστα (DChatzis)
  • ② unused or unaccustomed to, unfamiliar w. (syn αμάθητος 2b, ανεξοικείωτος, άπειρος1 2):
    • ~ |
    • κάτι άλογα ασυνήθιστα στο δρόμο πέσανε και τσακιστήκαν (Vlachogiannis) |
    • οι καλικάντζαροι, έτσι που ήταν ασυνήθιστοι στο φως, όλη μέρα παραμόνευαν κρυμμένοι στα σκοτεινά φαράγγια (Myriv) |
    • σπάνια μεταχειριζόταν σαρκασμό ο |
    • η ατμόσφαιρα της Νέας Υόρκης είναι καταθλιπτική για κάθε ασυνήθιστο οργανισμό (Christidis)

[fr postmed, MG ασυνήθιστος ← PatrG (7th c.), cpd w. *συνηθιστός (: συνηθίζω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες