Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασυνήθιστα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ασυνήθιστα [asiníθista] adv
  • uncommonly, unusually, extraordinarily (syn L ασυνήθως):
    • ~ |
    • μιλά, ντύνεται, σφυρίζει ~ |
    • η πρεσβεία απάντησε με μια ~ βίαιη ανακοίνωση |
    • τ' αγοράκι ήταν ~ καλόβολο σήμερα (Vlachogiannis) |
    • τα μάτια μας πέσανε στους πελώριους, τους ~ μεγάλους τίτλους της εφημερίδας (Petsalis) |
    • δρόσισε ο αγέρας κι έγινε ~ νοτερός (Makistos) |
    • τ' αεροπλάνα .. φαίνονται να χαμηλώνουν ~ (Chatzinis)

[fr postmed (Somavera) ασυνήθιστα, der of ασυνήθιστος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες