Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασυνέπεια η [asinépia] Ο27 : η ιδιότητα του ασυνεπούς· συμπεριφορά αντιφατική, που χαρακτηρίζεται από τη μη τήρηση των υποχρεώσεων ή των συμφωνημένων. ANT συνέπεια: Έδειξε μεγάλη ~. || Yπάρχει ~ ανάμεσα στα λόγια και στις πράξεις του, αναντιστοιχία.
[λόγ. ασυνεπ(ής) -εια μτφρδ. γαλλ. inconséquence]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασυνέπεια [asinépia] η, (L)
- lack of constancy or continuity, inconsistency, inconsequence, self-contradiction (syn ανακολουθία, αντίφαση 2, ant συνέπεια):
- εσωτερική, ιδεολογική, κωμική, λογική, πνευματική ~ |
- δείχνει ~ στις συναλλαγές του |
- πέφτει σε ασυνέπειες |
- κατηγορεί την κυβέρνηση για ~ |
- παρατηρείται ~ στον τομέα των εξωτερικών υποθέσεων |
- τραγική ~ χαρακτηρίζει την οικονομία της χώρας |
- όλες τις αδυναμίες μπορούν οι νέοι να συχωρέσουν στο δάσκαλο εκτός από τη δυσαρμονία λόγων και έργων, την ~ (Papanoutsos) |
- αντιλαμβάνεται πόση ~ |
- αγάπησε .. τις ασυνέπειές της, τις αντιφατικές της τάσεις προς την τάξη και προς την αναρχία (Theotokas)
[fr kath (neol: Koumanoudis) ασυνέπεια, cpd w. K (Dion. Halic., Apollon, Dysc.) συνέπεια]
- lack of constancy or continuity, inconsistency, inconsequence, self-contradiction (syn ανακολουθία, αντίφαση 2, ant συνέπεια):