Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασυνάρτητος -η -ο [asinártitos] Ε5 : που χαρακτηρίζεται από απουσία ή έλλειψη λογικού ειρμού: Aσυνάρτητα λόγια. Aσυνάρτητοι συλλογισμοί.
ασυνάρτητα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ἀσυνάρτητος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασυνάρτητος1 [asinártitos] ο, (L)
- incoherent speaker:
- από τότες δεν έβγαλε το έθνος κανένα υποφερτό ρήτορα· .. ως αντίσταθμο πλήθυναν οι ασυνάρτητοι και οι φωνακλάδες (Pallis)
[substantiv. m of ασυνάρτητος2]
- incoherent speaker:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασυνάρτητος2, -η, -ο [asinártitos] (L)
- ① unconnected, unrelated, random (near-syn ασύνδετος 1, ξεκάρφωτος):
- ένοιωθε το κεφάλι του ζαλισμένο απ' όλες αυτές τις ασυνάρτητες εντυπώσεις (Myriv) |
- η ιστορία πρέπει να είναι εκλεκτική, αλλιώς θα πνιγεί κάτω από τη μάζα των ασήμαντων και ασυνάρτητων γεγονότων (Evelpidis) |
- τον συγκινούσε .. η αλύγιστη εξέλιξη των νομικών θεσμών μεσ' .. τις ασυνάρτητες συγκρούσεις των εθνών (Theotokas)
- ② lacking inner order or cohesion, incoherent, disjointed, desultory, rambling (near-syn ασύνδετος 2):
- ασυνάρτητη λογοτεχνία, χρονογραφία |
- ασυνάρτητο όνειρο, όραμα, ύφος |
- ασυνάρτητη ζωγραφική δημιουργία |
- η εποχή του μεσοπολέμου φαίνεται σήμερα σαν μια ασυνάρτητη διαδοχή από στρατιωτικά κινήματα (Theotokas) |
- είναι απέραντο κι ασυνάρτητο οικοδόμημα το παλάτι του Mίνωος (ChZalokostas)
- ⓐ incoherent, unconnected, unclear, unintelligible (near-syn ακατανόητος, ανακόλουθος, ξεκάρφωτος):
- ~ |
- ασυνάρτητη κουβέντα |
- ασυνάρτητες προτάσεις, σκέψεις |
- λέει ασυνάρτητα λόγια |
- δίνει ασυνάρτητες διαταγές |
- βρέθηκε στα επιχειρήματά του ~, άτονος στο λεχτικό του (Palam) |
- το θέατρο μεταμορφώνεται σ' ένα ασυνάρτητο μονόλογο (Panagiotop) |
- η φράση αυτή δεν είναι συνειρμός από νοήματα, αλλά ασυνάρτητα νοήματα (Tsatsos, adapted)
- ③ inconsistent, self-contradictory (syn ασυνεπής, near-syn αλλοπρόσαλλος 2):
- ασυνάρτητη γυναίκα |
- ασυνάρτητη πολιτική ηγεσία |
- ~ τρόπος ενεργείας |
- θα εξουδετερώσουμε τις ζημίες που κάνει το κράτος με τα ασυνάρτητα μέτρα του (PSolomos)
- ④ AG metr ~
[fr kath ασυνάρτητος ← MG (schol.) ασυνάρτητος ← K ἀσυνάρτητος]
- ① unconnected, unrelated, random (near-syn ασύνδετος 1, ξεκάρφωτος):