Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασυνάρτητα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ασυνάρτητα [asinártita] adv (L)
  • disjointedly, disconnectedly, incoherently (syn in ασυναρμολόγητα):
    • μιλάει, μουρμουρίζει, φλυαρεί ~ |
    • ρίχνω εδώ τους στοχασμούς μου όπως μου έρχονται, άταχτα, ~ (Palam) |
    • ~, λαχανιαστά, μου μολόγησε πέρα για πέρα την αλήθεια (Terzakis) |
    • οι νότες αντήχησαν για μια στιγμή ~ και άσκοπα (Theotokas) |
    • άνθρωποι, ζώα, μεταγωγικά, εφόδια .. έμπλεκαν ~, στα τυφλά (id.) |
    • poem .. αφρίζουν ~

[der of ασυνάρτητος2]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες