Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασυμφωνία
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασυμφωνία η [asimfonía] Ο25 : έλλειψη συμφωνίας, διαφωνία, αντίθεση ή ανομοιότητα: Mε τη συζήτηση διαπιστώθηκε πλήρης ~. ~ των λόγων με τις πράξεις. (έκφρ.) ~ χαρακτήρων, πλήρης αντίθεση απόψεων μεταξύ ατόμων: Διάλυση του αρραβώνα λόγω ασυμφωνίας χαρακτήρων.

[λόγ. < αρχ. ἀσυμφωνία]

[Λεξικό Κριαρά]
ασυμφωνία η.
  • Διαφωνία:
    • (Bακτ. αρχιερ. 165).

[αρχ. ουσ. ασυμφωνία. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασυμφωνία [asimfonía] η,
  • ① difference of opinion, disagreement, conflict (syn διαφωνία, διχογνωμία, ant συμφωνία):
    • ~ |
    • η ~ των φιλολόγων για τον σκοπό της επιστήμης τους έρχεται από τον πολυμερή της χαρακτήρα (Theodorakop) |
    • παρά τη σημερινή ~ μας, δεν μπορώ να ξεχάσω πόσα οφείλω στη διδασκαλία του εξαιρετικού αυτού επιστήμονα (Angelop)
  • ⓐ state of disagreement or conflict, discord, disharmony, incompatibility, incongruity (near-syn ασυμβίβαστο 2b):
    • ~ |
    • σε λίγο βγήκε το διαζύγιο 'δια λόγους ασυμφωνίας' (KPapap) |
    • η ατμόσφαιρα της ασυμφωνίας που υπάρχει στο σπίτι τους μειώνει τον P. (Thrylos) |
    • έτσι προσπαθεί .. να άρει μιαν ~, που παρουσιάζεται ανάμεσα στην Πολιτεία και στους Nόμους του Πλάτωνα (Papanoutsos) |
    • ίσως μπορεί κανείς να βρει μια βαθύτερη εξήγηση αυτής της ασυμφωνίας τέχνης και ζωής (Athanasiadis-N)
  • ② mus inharmonious combination of sounds, discord, dissonance (syn δυσαρμονία):
    • έγραφε ο Φ. M. το 'Bομβαρδισμό της Aντριανόπολης' .., μια ηχητική ~

[fr kath ασυμφωνία ← MG ασυμφωνία ← PatrG, K, AG ἀσυμφωνία, der of AG ἀσύμφωνος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες