Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασυμπλήρωτος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασυμπλήρωτος -η -ο [asimblírotos] Ε5 : που δεν τον έχουν συμπληρώσει, που δεν είναι συμπληρωμένος: Aσυμπλήρωτο έντυπο. || που δεν τον έχουν ολοκληρώσει: Άφησε τη φράση της ασυμπλήρωτη, ατέλειωτη.

[λόγ. < ελνστ. ἀσυμπλήρωτος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασυμπλήρωτος, -η, -ο [asimblírotos] (L)
  • uncompleted, incomplete, unfinished (near-syn ασυντέλεστος 2, ατελής, ant συμπληρωμένος):
    • ~ |
    • ασυμπλήρωτη μελέτη, μόρφωση, σελίδα, φράση |
    • ασυμπλήρωτο πορτρέτο, χειρόγραφο |
    • άφηνε ασυμπλήρωτες και ατέλειωτες τις περιφερειακές λεπτομέρειες του πίνακά του (Papatsonis) |
    • ο ~ πυλώνας των Πτολεμαίων ανοίγει την πρόσβαση στο ναό (Panagiotop) |
    • απόμεινε ακόμα και η σκέψη αυτή ασυμπλήρωτη μέσ' το μυαλό της (Petsalis)

[fr kath ασυμπλήρωτος ← LK (Diosc., 3rd c. BC) ἀσυμπλήρωτος, cpd w. συμπληρωτός, whose der is συμπληρωτ-ικός (Epicur.+)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες