Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασυμπίεστος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασυμπίεστος -η -ο [asimbíestos] Ε5 : που δεν τον συμπίεσαν ή που δεν είναι δυνατό να τον συμπιέσουν. ANT συμπιεσμένος.

[λόγ. α- 1 συμπιεσ- (συμπιέζω) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασυμπίεστος, -η, -ο [asimbíestos] (L)
  • incompressible (ant συμπιεστός)

[fr kath (neol: Koumanoudis) ασυμπίεστος, cpd w. συμπιεστός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες