Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασυμμάζευτος s. ασυμάζευτος.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασυμμάζευτος -η -ο [asimázeftos] Ε5 : 1.για χώρο, αντικείμενα κτλ. που δεν τα έχουν συμμαζέψει, δεν τα έχουν τακτοποιήσει: Aσυμμάζευτο δωμάτιο / σπίτι. 2. (προφ.) για κπ. που δεν μπορούν να τον συμμαζέψουν, να τον περιορίσουν.
ασυμμάζευτα ΕΠIΡΡ: Πάλι ~ άφησε εδώ μέσα. [α- 1 συμμαζεύ(ω) -τος]