Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασυμβίβαστο
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Γεωργακά]
ασυμβίβαστο [asimvívasto] το, (L)
  • ① unwillingness to make concessions, inflexibility, rigidity (near-syn ακαμψία 2, ανυποχώρητο):
    • βρήκε συμβιβασμό ένας συγγραφέας, που η βαθύτερη αξία του έγκειται ακριβώς στο ασυμβίβαστό του (Chatzinis)
  • ② sth incompatible or irreconcilable (syn το ασυμφιλίωτο):
    • γεμάτος είμαι από τ' αντίθετα και από τ' ασυμβίβαστα (Palam) |
    • η ιδέα είναι το διάφορο από την ύλη και ύστερα γίνεται το ~, το αντίθετο, το εχθρικό προς αυτήν (Tsatsos) |
    • αναζητώ .. μιαν απάντηση αξιοπρεπή για μένα και συμβιβαστική για τ' ασυμβίβαστα (Palaiologos) |
    • βρίσκεται στην ανάγκη να συνδιαλλάξει μέσα του τα ασυμβίβαστα (Chatzinis, adapted)
  • ⓐ incompatibility, irreconcilability (near-syn ασυμφωνία):
    • ηθικό, λογικό ~ |
    • το ~ |
    • η διάσταση οφείλεται στο πλήρες ~ των μέτρων της κρίσης (Papanoutsos) |
    • δεν άργησε να διαπιστωθεί το ~ ιδεών κι ιδιοσυγκρασιών (Christidis)

[fr kath το ασυμβίβαστον, substantiv. n of ασυμβίβαστος2]

[Λεξικό Κριαρά]
ασυμβίβαστος, επίθ.
  • Που δε συμβιβάζεται (με κ.), ασύμφωνος:
    • είδεν ασυμβίβαστον τον νουν μου προς το πράγμα (Λίβ. Sc. 2246).

[μτγν. επίθ. ασυμβίβαστος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασυμβίβαστος -η -ο [asimvívastos] Ε5 : 1.για κπ. που δε συμβιβάζεται ή που δε συμβιβάστηκε: ~ άνθρωπος / χαρακτήρας. Σε θέματα αρχής είναι ασυμβίβαστη. 2. για κτ. που δε συμφωνεί ή που δεν ταιριάζει με κτ. άλλο: H συμπεριφορά του είναι ασυμβίβαστη με το αξίωμά του. || (ως ουσ.) το ασυμβίβαστο, αδυναμία συνύπαρξης στο ίδιο πρόσωπο δύο ιδιοτήτων: Tο ασυμβίβαστο του στρατιωτικού και του βουλευτικού αξιώματος.

[λόγ. < μσν. ασυμβίβαστος < α- 1 συμβιβασ- (συμβιβάζω) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασυμβίβαστος1 [asimvívastos] ο, (L)
  • s.o. unwilling to make concessions, uncompromising or inflexible person, non-compromiser:
    • ο ~ |
    • έσπευσε να συναντήσει σε μια ερημική γωνιά της Γαλλίας αυτόν τον μεγάλο ασυμβίβαστο με τη ζωή (Chatzinis, adapted) |
    • υπήρξα πάντοτε ένας εραστής του απόλυτου, ένας ~ (Vafop)

[substantiv. m of ασυμβίβαστος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασυμβίβαστος2, -η, -ο [asimvívastos] (L)
  • ① not agreeing or consenting, not making concessions, uncompromising, inflexible (syn αδιάλλακτος 1, ασύβαστος):
    • ~ |
    • ασυμβίβαστη αδιαλλαξία, περηφάνεια |
    • ασυμβίβαστοι δημόσιοι λειτουργοί |
    • έμεινε άκαμπτος και ~, μολονότι θα έπασχε πολύ από την κακογλωσσιά του A. (Kanellop) |
    • μπορεί να φαίνεται δύσκολος και ~, αλλά στο βάθος είναι καλός (Kokkinos) |
    • η άκρα ευσέβεια είναι κι αυτή ασυμβίβαστη ψυχική κατάσταση (Charis) |
    • poem φραγγέλιο η ασυμβίβαστη, περήφανη απονιά μου (Polydouri)
  • ② unreconciled, unharmonized, unadjusted (syn ασυμφιλίωτος 1b):
    • το παρελθόν έμεινε ασυμβίβαστο με τους νέους ανέμους (Palaiologos) |
    • τα στοιχεία του ρομαντισμού και του κλασικισμού έμεναν ασυμβίβαστα μέσα στο έργο του Kάλβου (Dimaras)
  • ⓐ incompatible, irreconcilable, inconsistent (syn απροσδιόνυσος 2, ασύμφωνος 1b, ασυνάρμοστος, ant συμβιβάσιμος, συμβιβαστός):
    • ασυμβίβαστες απόψεις, παραδόσεις |
    • ασυμβίβαστα συμφέροντα, συστατικά, χρώματα |
    • αρχιτεκτονικά, στυλιστικά ~ |
    • ασυμβίβαστες εξισώσεις math inconsistent equations |
    • ενέργειες ασυμβίβαστες με τη διπλωματική ιδιότητα |
    • η ιδέα είναι ασυμβίβαστη στα ιδανικά της νεολαίας |
    • το χειρωνακτικό επάγγελμά του το θεωρούσαν ασυμβίβαστο προς την αξιοπρέπεια της νέας οικογένειας (Xenop) |
    • η αρχαιομάθειά του αυτή δεν ήταν ασυμβίβαστη με τη βαθιά θρησκευτική κατάρτισή του (Vacalop) |
    • αυτές όλες οι ιδιότητες είναι ασυμβίβαστες αναμεταξύ τους (Dimaras) |
    • τη βλέπει κανείς [την εκκλησία] να υψώνεται .. ογκώδης και ασυμβίβαστη με το περιβάλλον (KStergiop)

[fr kath ασυμβίβαστος ← MG ασυμβίβαστος ← PatrG ἀσυμβίβαστος, cpd w. συμβιβαστός (: συμβιβάζω); cf MG (Du Cange) ασυνίβαστος 'εριστικός']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες