Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασυλλόγιστος -η -ο
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Κριαρά]
ασυλλόγιστος, επίθ.
  • Aπερίσκεπτος, επιπόλαιος:
    • (Bακτ. αρχιερ. 173).

[αρχ. επίθ. ασυλλόγιστος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασυλλόγιστος -η -ο [asilójistos] Ε5 : που δε σκέφτεται καθόλου τις συνέπειες μιας πράξης του, που ενεργεί απερίσκεπτα, επιπόλαια: ~ άνθρωπος / νέος. || (επέκτ.): Aσυλλόγιστη ενέργεια / πράξη, που γίνεται ασυλλόγιστα. ασυλλόγιστα ΕΠIΡΡ: Mιλάει ~. Tρώει / ξοδεύει ~, υπερβολικά.

[αρχ. ἀσυλλόγιστος `που δε συλλογίζεται σωστά΄]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασυλλόγιστος1 [asilόyistos] ο,
  • unthinking, thoughtless, or imprudent person (syn άμυαλος1 2, απερίσκεπτος1, αστόχαστος1):
    • πόσο μάταιη είναι η δάφνη η άλλη, που της στήνουν καρτέρι οι ασυλλόγιστοι (Panagiotop) |
    • έγραψε στην πλακίτσα και τ' όνομά του ο ~

[substantiv. m of ασυλλόγιστος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασυλλόγιστος2, -η, -ο [asilόyistos]
  • ① thoughtless, careless, imprudent (syn άμυαλος2 1, απερίσκεπτος2 1):
    • τα ασυλλόγιστα νιάτα |
    • ο κίνδυνος κι ο πανικός κάνουν ασυλλόγιστο και ασυγκράτητο τον άνθρωπο (Charis) |
    • η .. γαρδένια ξετυλίγει ασυλλόγιστη την ολόασπρη συμφωνία του θαύματός της (Panagiotop)
  • ⓐ ill-considered, thoughtless, injudicious, rash (syn απερίσκεπτος2 2, άσκεφτος 2):
    • ασυλλόγιστη απειθαρχία, κίνηση, οργή, σπατάλη, φλυαρία |
    • ασυλλόγιστο διάβημα |
    • ασυλλόγιστο ξεφάντωμα |
    • ασυλλόγιστη κομματική εκστρατεία |
    • στα μάτια μου ανέβηκαν .. δάκρυα μετάνοιας για τον ασυλλόγιστο λόγο που μου ξέφυγε (Xenop) |
    • την ερωτεύτηκε .. με την ασυλλόγιστη ορμή της νιότης (Petsalis) |
    • κατακτούν την ποίηση με ασυλλόγιστη ανάλωση εσωτερικών θησαυρών (Peranthis) |
    • poem αδελφούλες μου απρόσεχτες! | τι χορός ~
  • ② foolishly adventurous, foolhardy, reckless (syn απερίσκεπτος2 3, απόκοτος 1b):
    • ~ |
    • ασυλλόγιστη τόλμη |
    • υποκινήσαμε τους Kυπρίους στην ασυλλόγιστη και καταστρεπτική εξέγερσή τους (Christidis) |
    • ριχνόταν σ' ένα ασυλλόγιστο τρέξιμο πάνω απ' τα χαντάκια (Venezis) |
    • για χάρη της σκοτώθηκαν ασυλλόγιστα κι αράθυμα παλληκάρια (Lazaridis)
  • ③ unthinking, carefree, frivolous (near-syn αμέριμνος, αφρόντιστος, ξένοιαστος):
    • παραδοθήκανε σε μια και ασυλλόγιστη και πολυθέλγητρη ονειροπόληση (Palam) |
    • περνούσε ολάκερη τη ζωή της .. ανάμεσα στους ασυλλόγιστους νεαρούς και στα φιγουρίνια της μόδας (Panagiotop) [fr postmed (Bακτηρία Aρχιερ. 173

[1703-04], Somavera), MG ασυλλόγιστος ← K, AG ἀσυλλόγιστος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες