Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασυλία
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασυλία η [asilía] Ο25 : (νομ.) προνομιακό καθεστώς που επιτρέπει σε ορισμένα πρόσωπα να μην υφίστανται δίωξη για ορισμένα αδικήματα: Kαλύπτεται από ~. Διπλωματική ~, για τους ξένους διπλωμάτες. Bουλευτική ~, για τους βουλευτές: Άρση της βουλευτικής ασυλίας, προσωρινή κατάργησή της.

[λόγ. < αρχ. ἀσυλία]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασυλία [asilía] η, (L)
  • ① AG hist right of sanctuary, inviolability:
    • τα ονόματα των πόλεων .. παραδίδονται από δύο συνθήκες .. σχετικές με την ~ |
    • ο Tιβέριος .. κατάργησε την ~ όσων κατέφευγαν στους ναούς (Evelpidis)
  • ② freedom fr arrest (restraint, penalty etc), immunity (near-syn απαλλαγή 3, άσυλο 1b):
    • βουλευτική, διπλωματική ~ |
    • έχει ~ από δικαστική δίωξη |
    • παράδοξη ~ .. χαίρονται πολλά ανυπόληπτα πρόσωπα (Terzakis) |
    • μεγάλη αλήθεια, που .. ειπώθηκε σ' εποχή όπου δεν είχε ακόμα επικρατήσει .. η ~ του θράσους (id.) |
    • αυτοί .. απολαύουν όχι μόνο πανεπιστημιακής, αλλά και πάσης ασυλίας (Ploritis)

[fr kath ασυλία ← K (also pap), AG ἀσυλία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες