Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασυγχώρητος -η -ο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
ασυγχώρητος, επίθ.
  • Που δεν είναι δυνατόν να συγχωρηθεί:
    • (Iστ. πατρ. 1204).

[μτγν. επίθ. ασυγχώρητος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασυγχώρητος -η -ο [asiŋxóritos] Ε5 : 1.για κτ. που δεν μπορεί κανείς να το συγχωρήσει, που δεν μπορεί να το παραβλέψει, να το ξεχάσει: Aσυγχώρητη αμέλεια. Aσυγχώρητο λάθος / σφάλμα, πολύ σοβαρό. || Είσαι ~, για κπ. που θεωρούμε ότι διέπραξε κάτι ανεπίτρεπτο. 2. (λαϊκότρ.) του οποίου οι αμαρτίες δεν έχουν συγχωρεθεί: ~ να ΄ναι από το Θεό και από τους ανθρώπους.

[λόγ. < ελνστ. ἀσυγχώρητος `που δε συγχωρεί΄]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασυγχώρητος, -η, -ο [asiŋxόretos] (L) (D ασυγχώρετος & ασυχώρητος)
  • inexcusable, unpardonable, unforgivable, intolerable (syn L ασύγγνωστος):
    • ~ |
    • ασυγχώρητη αμέλεια, απερισκεψία, ασέβεια, γκάφα, πλάνη |
    • ασυγχώρητο αμάρτημα, έγκλημα, λάθος, παράπτωμα, σφάλμα |
    • απαράδεκτα και ασυγχώρητα μέσα |
    • είναι ασυγχώρητο να ανοίγεις την αλληλογραφία άλλου |
    • είναι ~ που το ξέχασε |
    • ηύραν στο προτελευταίο του έργο ψεγάδια ιστορικά ασυγχώρητα (Papatsonis) |
    • ήτανε μια ασυγχώρετη παιδική αφέλεια (LAkritas) |
    • να 'χετε μια τόσο όμορφη γυναικούλα .. και να της φέρνεσθε έτσι, είσθε ασυγχώρετος(Nirvanas) |
    • καμιά φορά είναι σε βαθμό ασυγχώρητο απρόσεχτη (Melas)

[fr postmed (kath) ασυγχώρητος ← PatrG, K (Agatharchides, 2nd c. BC) ἀσυγχώρητος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες