Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασυγκράτητος -η -ο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασυγκράτητος -η -ο [asiŋgrátitos] Ε5 : που δεν μπορεί να διατηρηθεί υπό έλεγχο, κυρίως για συναισθήματα και εκδηλώσεις τόσο έντονες, ώστε δεν μπορεί κανείς να τις συγκρατήσει, να τις αναχαιτίσει· ακράτητος: ~ ενθουσιασμός / θυμός. Aσυγκράτητη ορμή / επιθυμία / αγανάκτηση. Aσυγκράτητο γέλιο / κλάμα. || (για πρόσ.) παρορμητικός. || Yπάρχουν χώρες στις οποίες ο πληθωρισμός καλπάζει ~. ασυγκράτητα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. α- 1 συγκρατη- (συγκρατώ) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασυγκράτητος1 [asiŋgrátitos] ο, (L)
  • irrepressible, uncontrollable, or unrestrained person:
    • κάθεται όμως και συζητεί ο ονειροπαρμένος, ο ~

[substantiv. m of ασυγκράτητος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασυγκράτητος2, -η, -ο [asiŋgrátitos] (L)
  • ① not held up or supported:
    • το βιολί ασυγκράτητο μέσ' το φαρδύ του κοστούμι έπεσε κάτω στο δρόμο (Kostavaras)
  • ② that cannot be blocked or halted, unstoppable, uncheckable (syn ακάθεκτος, ακατάσχετος1, near-syn ορμητικός):
    • ~ |
    • ασυγκράτητη μπόρα |
    • ασυγκράτητη βία, έκρηξη, επίθεση, κίνηση |
    • ασυγκράτητο κύμα, ποτάμι, ρεύμα |
    • ασυγκράτητα δάκρυα |
    • τινάζεται, τρέχει ~ |
    • τ' αμάξια έρχονταν από μακριά ασυγκράτητα, κυνηγούσαν το ένα τ' άλλο (Myriv) |
    • ο εχθρός, ~ τώρα, κατέβαινε (Terzakis) |
    • η Mεσόγειος επιτίθεται ασυγκράτητη με τα μανιασμένα της κύματα (Chatzinis) |
    • οι μηχανές τους δουλεύαν ασυγκράτητες (Lamprou) |
    • poem .. ορμά για εφόδους ασυγκράτητη, | όταν εγώ διστάζω (Boumi-P)
  • ⓐ uncontrollable, unrestrainable, irrepressible, impetuous (syn ακατάσχετος1, ακράτητος 1, απειθάρχητος 3, αστόμωτος 2b):
    • ~ |
    • ασυγκράτητη λαιμαργία, περιέργεια, φλυαρία, χαρά |
    • ασυγκράτητη αγανάχτηση, ανυπομονησία, ευγνωμοσύνη, φαντασία, φιλοδοξία |
    • ασυγκράτητο ένστικτο, κέφι |
    • ασυγκράτητα νιάτα |
    • αγορεύει ~ |
    • βρίσκει κάπου τροφή και νερό και ρίχνεται ~ (Panagiotop) |
    • εισέβαλε στη σκηνή με όλη την παραφορά της ασυγκράτητης .. νεανικής ιδιοσυγκρασίας του (Melas) |
    • ο κίνδυνος κι ο πανικός κάνουν ασυλλόγιστο και ασυγκράτητο τον άνθρωπο (Charis) |
    • η γυναίκα του σηκώθηκε δακρυσμένη κι ασυγκράτητη ήρθε κοντά, τον αγκάλιασε .., τον φίλησε (Chatzianagnostou)
  • ③ unbridled, uncontrolled, passionate, fiery (syn ακράτητος 2, αχαλίνωτος, φλογερός):
    • ~ |
    • ασυγκράτητη επιθυμία, λαχτάρα |
    • ασυγκράτητο πάθος |
    • αυτοί οι φθισικοί έχουν ασυγκράτητο ερωτισμό (Panagiotop) |
    • οδηγήθηκε στην επανάσταση από ασυγκράτητη αγάπη για τη δικαιοσύνη (Terzakis)

[fr kath ασυγκράτητος ← postmed (Somavera), cpd w. ModG συγκρατητός (: K συγκρατῶ)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες